Το δεδικασμενο της αποφασης μεταξυ Ε.Δ.Α.Δ.Π. και οφειλετη

Εισαγωγή

Η κρίση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος ανέδειξε έναν νέο «ελέφαντα στο δωμάτιο» (elephant in the room), κατά την ελληνική απόδοση της προσφιλούς αγγλικής έκφρασης. Ο ελέφαντας αυτός ζυγίζει γύρω στα 39 δισεκατομμύρια ευρώ (βλ. το σχετικό και από 18.03.2021 δημοσίευμα της εφημερίδας «Καθημερινή» εδώ) και συνιστά έναν πραγματικό πονοκέφαλο για τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας μας. Αναφερόμαστε φυσικά στα «κόκκινα δάνεια» ή, κατά νομική ακριβολογία, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και εν γένει τις μη εξυπηρετούμενες απαιτήσεις, καθόσον αυτές δεν προέρχονται μόνο από stricto sensu δάνεια, αλλά και από άλλες τραπεζικές συμβάσεις, ιδίως πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό.

Ως γνωστόν, το «κόκκινο δάνειο» πρόκειται περί χρηματοπιστωτικού προϊόντος που χορηγήθηκε σε φυσικό ή νομικό1 πρόσωπο από ανώνυμη τραπεζική εταιρεία και οι δόσεις του, καίτοι έχουν καταστεί απαιτητές και ληξιπρόθεσμες, δεν εξυπηρετούνται από τον οφειλέτη ή/και τον εγγυητή. Επίσης, δεν αποκλείεται οι δόσεις αυτές να προέρχονται, όχι απευθείας από την αρχική σύμβαση, αλλά από μεταγενέστερη συμφωνία ρύθμισης οφειλών μεταξύ δανειστή και οφειλέτη (η οποία νομικά λαμβάνει την μορφή της πρόσθετης πράξης τροποποίησης της αρχικής σύμβασης, σπανιότερα δε του ιδιωτικού συμφωνητικού), που επίσης δεν εξυπηρετούνται. Στις ως άνω περιπτώσεις, αναφύεται το εξής εύλογο ερώτημα: πώς διαχειρίζεται το πιστωτικό ίδρυμα το άχθος των πολλαπλών κόκκινων δανείων;

Ο ρόλος των Ε.Δ.Α.Δ.Π.

Μία απάντηση στο προεκτεθέν ερώτημα είναι η ανάθεση της διαχείρισης των κόκκινων δανείων (δηλ., ως επί το πλείστον, της είσπραξης των οφειλόμενων ποσών) από το πιστωτικό ίδρυμα σε Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.), η οποία έχει συσταθεί και λειτουργεί κατά τα οριζόμενα στον ν. 4354/20152 (Φ.Ε.Κ. 176/Α/16.12.2015). Η ανάθεση αυτή μπορεί να γίνει με δύο τρόπους:

  • Η τράπεζα συνάπτει με την Ε.Δ.Α.Δ.Π. σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή/και πιστώσεων, οι οποίες δεν εξυπηρετούνται για διάστημα μεγαλύτερο των ενενήντα (90) ημερών, σύμφωνα με το αρ. 2 του ν. 4354/2015. Σε αυτήν περίπτωση, το πιστωτικό ίδρυμα παραμένει κύριο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις συμβάσεις με τον οφειλέτη του και η Ε.Δ.Α.Δ.Π. έχει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που ορίζονται από τον νόμο και την προαναφερθείσα σύμβαση.
  • Η τράπεζα συνάπτει σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων (δηλ., τις τιτλοποιεί σε χαρτοφυλάκια) με Εταιρεία Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Α.Α.Δ.Π.), δυνάμει του αρ. 3 του ν. 4354/2015. Εν προκειμένω, το πιστωτικό ίδρυμα εκχωρεί τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του υπό τις συμβάσεις με τον οφειλέτη σε τρίτο νομικό πρόσωπο, την Ε.Α.Α.Δ.Π. 3. Εν συνεχεία, η Ε.Α.Α.Δ.Π συνάπτει σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, με την Ε.Δ.Α.Δ.Π, η οποία και αναλαμβάνει τα εισπράξει τα οφειλόμενα ποσά.

Πέραν του ν. 4354/2015, η διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις διέπεται από ένα ευρύτερο πλέγμα νομοθετημάτων και διοικητικών πράξεων, εντός του οποίου λίαν σημαντικός είναι και ο ν. 3156/2003 (ΦΕΚ 157/Α/25-06-2003). Εξάλλου, υπό μία αμιγώς εμπορική λογική, στόχος μίας Ε.Δ.Α.Δ.Π είναι η είσπραξη όσο το δυνατόν περισσότερων από τις οφειλόμενες δόσεις, μετερχόμενη προς τον σκοπό αυτό, τόσο εξωδίκων (π.χ. συμβιβασμός ή νέα συμφωνία ρύθμισης οφειλών με τον οφειλέτη) όσο και δικαστικών μέσων (έκδοση διαταγής πληρωμής ή επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης).

Η δικονομική όψη της ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων

Οι συμβάσεις μεταξύ αφενός των Ε.Δ.Α.Δ.Π. και αφετέρου των πιστωτικών ιδρυμάτων ή των Ε.Α.Α.Δ.Π. εγείρουν, το δίχως άλλο, ενδιαφέροντα ζητήματα ουσιαστικού δικαίου. Πλην όμως, εφόσον οι συμβάσεις αυτές αχθούν με οποιοδήποτε τρόπο, άμεσο ή έμμεσο, ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου, γεννιούνται και προβληματισμοί αστικού δικονομικού δικαίου.

Πιο συγκεκριμένα, τίθεται μία σειρά ερωτημάτων: Αποκτά η Ε.Δ.Α.Δ.Π. την ιδιότητα του διαδίκου σε εκκρεμή δίκη της τράπεζας κατά του οφειλέτη; Νομιμοποιείται η ίδια ενεργητικά και παθητικά στην άσκηση ενδίκου βοηθήματος και αν ναι, η νομιμοποίηση αυτή είναι συντρέχουσα ή αποκλειστική μετά του αληθούς φορέα της απαίτησης; Ειδικότερα, νομιμοποιείται παθητικά σε ανακοπή του αρ. 933 ΚΠολΔ; Ποια η φύση της τυχόν ασκηθείσας πρόσθετης παρέμβασης από την Ε.Δ.Α.Δ.Π. υπέρ του τραπεζικού ιδρύματος σε εκκρεμή δίκη κατά του οφειλέτη; Τέλος, το δεδικασμένο δικαστικής απόφασης μεταξύ της Ε.Δ.Α.Δ.Π. και του οφειλέτη (π.χ. που αποφαίνεται τελεσιδίκως επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής) δεσμεύει και τον αληθή φορέα του δικαιώματος, ήτοι την τράπεζα ή την Ε.Α.Α.Δ.Π (ως ειδικής διαδόχου της πρώτης);

Τα ανωτέρω συνιστούν ερωτήματα που καλούνται καθημερινά να απαντήσουν η θεωρία και δη η νομολογία, καθώς οι υποθέσεις μεταξύ εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων και οφειλετών γεμίζουν ολοένα και περισσότερο ασφυκτικά τα πινάκια των πολιτικών δικαστηρίων της χώρας (ειδικά από τον Απρίλιο 2021 και ύστερα, οπότε και κατέστη εφικτή4 η διενέργεια πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, που είχε από 07.11.2020 ανασταλεί, λόγω πανδημίας).

Ειδικότερα, το ζήτημα του δεδικασμένου

Προκειμένου να δοθεί απάντηση επί του ως άνω, τελευταίου ερωτήματος αναφορικά με το δεδικασμένο, παρατίθεται το εξής σενάριο:

Η Ε.Δ.Α.Δ.Π. Χ επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση δυνάμει διαταγής πληρωμής κατά της ομόρρυθμης εταιρείας Ο, οφειλέτριας της Τράπεζας Τ, με την οποία η αιτούσα έχει καταρτίσει σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (αρ. 2, ν. 4354/2015). Η διαταγή πληρωμής είχε εκδοθεί για οφειλές από τοκοχρεωλυτικό δάνειο. Η Ο ασκεί παραδεκτά, μεταξύ άλλων δικονομικών ενεργειών, την ανακοπή του αρ. 933 ΚΠολΔ.

Πρώτο ερώτημα: Αν το Δικαστήριο της ανακοπής δεχτεί πως δεν υφίσταται εκκαθαρισμένη απαίτηση, ή ότι υφίσταται μεν απαίτηση, πλην όμως δεν υπάρχει παρεπόμενη αξίωση τόκων (π.χ. γιατί αυτοί ήταν ενσωματωμένοι στις πρώτες δόσεις του τοκοχρεωλυτικού δανείου που εξυπηρετούνταν κανονικά από την οφειλέτρια), το δεδικασμένο που θα παραχθεί άμα τη τελεσιδικία της απόφασης επί της ανακοπής, δεσμεύει και την Τράπεζα (ή την Ε.Α.Α.Δ.Π. – δικαιούχο της απαίτησης) σε μελλοντική της αντιδικία με την οφειλέτρια Ο;

Δεύτερο ερώτημα: Αν σε προγενέστερη διαγνωστική δίκη που έχει περατωθεί με έκδοση τελεσίδικης απόφασης και με διάδικα μέρη την Τράπεζα και την οφειλέτρια Ο, είχε γίνει δεκτή ένσταση εξόφλησης της δεύτερης για μέρος του οφειλόμενου ποσού του δανείου και το Δικαστήριο είχε συνακόλουθα δεχτεί πως ως δεν υφίσταται αξίωση καταβολής για το εξοφληθέν τίμημα, η Ε.Δ.Α.Δ.Π. Χ (και το Δικαστήριο της ανακοπής) δεσμεύεται από αυτό το δεδικασμένο;

Η απάντηση επί του πρώτου ερωτήματος

Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι εύκολη, καθόσον το ζήτημα της επέκτασης των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου της απόφασης μεταξύ Ε.Δ.Α.Δ.Π. και οφειλέτη ρυθμίζεται νομοθετικά. Μία προκριματική παρατήρηση είναι μονάχα αναγκαία. Κατά την παρ. 4, εδ. α’ του αρ. 2 του ν. 4354/2015, «Οι εταιρίες διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να εγείρουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων» (δηλ. από τον νόμο ή την σύμβαση έχουν την εξουσία διεξαγωγής της δίκης στο δικό τους όνομα, για αλλότριο όμως δικαίωμα ή υποχρέωση). Την θέση αυτή απηχεί και η νομολογία5, σε περίπτωση δε που η δίκη διεξάγεται ήδη από πιστωτικό ίδρυμα, αν μεν έχουμε να κάνουμε με Ε.Α.Α.Δ.Π. που κατέστη ειδικός διάδοχος εν εκκρεμοδικία (ΚΠολΔ 225), τότε δύναται να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση που χαρακτηρίζεται αυτοτελής6, «ομοδικιακή» (αρ. 83 ΚΠολΔ), ενώ αν παρεμβαίνει προσθέτως υπέρ της τράπεζας η διαχειρίστρια Ε.Δ.Α.Δ.Π. πρόκειται περί απλής πρόσθετης παρέμβασης7 (αρ. 80 ΚΠολΔ).

Ο νομοθέτης όμως του ν. 4354/2015 δεν αρκείται μονάχα στη ρύθμιση του ζητήματος της νομιμοποίησης της Ε.Δ.Α.Δ.Π., οριοθετούμενης στην εξουσιοδότηση για είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων. Και τούτο διότι στο εδ. β’ της παρ. 4 του αρ. 2 του νομοθετήματος ορίζεται πως «Εφόσον οι εταιρίες συμμετάσχουν σε οποιοδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης ισχύει υπέρ και κατά του δικαιούχου της απαίτησης.». Παρατηρείται λοιπόν πως ο νομοθέτης διευρύνει, κατά ρητό και αναμφισβήτητο8 τρόπο τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου της απόφασης μεταξύ της Ε.Δ.Α.Δ.Π. και του οφειλέτη, ώστε να καταλαμβάνεται από αυτό και ο αληθής φορέας της απαίτησης, είτε αυτός είναι πιστωτικό ίδρυμα είτε μία Ε.Α.Α.Δ.Π.. Μάλιστα, καταλαμβάνεται τόσο από το ευνοϊκό όσο και από το δυσμενές για αυτόν δεδικασμένο.

Η ως άνω νομοθετική επιλογή είναι τελεολογικά ορθή, συνάμα δε ρεαλιστική και λογική. Πρώτον, εξυπηρετούνται σκοποί ανάλογοι με αυτούς των αρ. 325-329 ΚΠολΔ που επιτάσσουν την επέκταση του δεδικασμένου σε πρόσωπα που τελούν σε ενότητα ή σε ειδική σχέση με τον διάδικο, συμπληρώνοντας και εξασφαλίζοντας αντίστοιχες ουσιαστικού δικαίου ρυθμίσεις. Συναφώς, θα μπορούσε να υποστηριχθεί σε θεωρητικό επίπεδο πως η συγκεκριμένη απόκλιση από την inter partes ισχύ του δεδικασμένου βρίσκει έρεισμα και στη λεγόμενη θεωρία περί τριτενέργειας του δεδικασμένου του καθηγητή Karl-Heinz Schwab9, ή στη θεωρία περί ουσιαστικής έννοιας του διαδίκου10. Αμφότερες βέβαια, ως γνωστόν, δεν βρίσκουν ερείσματα στο ισχύον παρ’ ημίν δίκαιο.

Δεύτερον, εξοικονομείται τόσο για τον οφειλέτη, όσο και για τον αληθή φορέα της απαίτησης δικαστικός μόχθος, αποσοβείται ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων και επιτυγχάνεται η ενιαία αντιμετώπιση μίας ειδικής έννομης σχέσης. Μάλιστα, πολλές φορές, η άμυνα του οφειλέτη έναντι της Ε.Δ.Α.Δ.Π. και του αληθούς φορέα είναι επί της ουσίας η ίδια, αφού σε αμφότερες τις περιπτώσεις αιτείται από το Δικαστήριο να διαγνώσει πτυχές της συμβατικής σχέσης του με την Τράπεζα, οι απαιτήσεις εκ της οποίας έχουν υπαχθεί σε καθεστώς διαχείρισης ή/και μεταβιβαστεί. Η μόνη διαφορά είναι πως έναντι της Ε.Δ.Α.Δ.Π., ο οφειλέτης συχνά αμφισβητεί και το κύρος της ανάθεσης της διαχείρισης (ή και της πώλησης και μεταβίβασης των απαιτήσεων αν παρεμβάλλεται Ε.Α.Α.Δ.Π.), δηλ. την υποκείμενη σχέση με την οποία συνδέονται οι δανειστές του. Αλλά και πάλι η ανάγκη ενιαίας αντιμετώπισης αυτού του ζητήματος, που ίσως τεθεί προδικαστικά σε επόμενη δίκη, επιβάλλει την επέκταση του δεδικασμένου και στον αληθή φορέα. Πράγματι, δεν δύναται λογικά να υποστηριχθεί πως η ανάθεση της διαχείρισης έχει κάποιο ελάττωμα11 ως προς την Ε.Δ.Α.Δ.Π., πλην όμως ότι παραμένει ισχυρή ως προς την Τράπεζα ή την Ε.Α.Α.Δ.Π..

Καίτοι ο νόμος σιωπά, πρέπει, κατά την άποψη του γράφοντος, να γίνει ερμηνευτικά δεκτό πως τον τρίτο, αληθή φορέα της απαίτησης, καταλαμβάνει το δεδικασμένο, τόσο για το κύριο, όσο και για τυχόν προδικαστικά ζητήματα, υπό τους όρους της ΚΠολΔ 33112.

Η απάντηση επί του δεύτερου ερωτήματος

Παρότι ο νομοθέτης του ν. 4354/2015 ρύθμισε13 μονάχα την πρακτικώς σπουδαιότερη περίπτωση της επέκτασης του δεδικασμένου στον αληθή φορέα της απαίτησης, τίθεται ο προβληματισμός τι ισχύει στην αντίστροφη περίπτωση. Η εν λόγω προβληματική είναι ήδη γνωστή στο πλαίσιο του μη δικαιούχου διαδίκου και τα ήδη διατυπωμένα επιχειρήματα θα μπορούσαν να «επιστρατευτούν» και για την περίπτωση των Ε.Δ.Α.Δ.Π.14.

Ωστόσο, οι απόψεις αυτές δεν έχουν σαφές νομοθετικό έρεισμα, παρά εδράζονται επί αρκετά «φιλελεύθερης» ερμηνείας των αρ. 325 επ. ΚΠολΔ. Τούτου λεχθέντος, ως ορθότερη προκρίνεται η άποψη του Π. Γιαννόπουλου15, ήτοι την αναγωγή στο αρ. 3, παρ. 8 του νόμου 4354/201516, το οποίο ορίζει ότι «Στις περιπτώσεις πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων του παρόντος νόμου, καθώς και σε περιπτώσεις αναθεσης διαχείρισης, δεν χειροτερεύει η ουσιαστική και δικονομική θέση του οφειλέτη και του εγγυητή.».

Έτσι, πρέπει να γίνει δεκτό πως αν η Ε.Δ.Α.Δ.Π. δεν δεσμεύεται από παλαιότερο δεδικασμένο μεταξύ της τράπεζας και του οφειλέτη (ειδικά αν καταφάσκεται η παράλληλη νομιμοποίηση της Ε.Δ.Α.Δ.Π. και του πιστωτικού ιδρύματος) αναφορικά με την υπό δικαιοδοτική κρίση απαίτηση, τότε πράγματι χειροτερεύει η δικονομική θέση του τελευταίου, κατόπιν υπογραφής της σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης. Με άλλα λόγια, παραβιάζεται η ρητή επιταγή της παρ. 8, αρ. 3 του ν. 4354/2015, διότι ο οφειλέτης, παρά το ευνοϊκό για αυτόν δεδικασμένο, κινδυνεύει να εμπλακεί σε παράλληλες ή διαδοχικές δίκες από την μη δικαιούχο διάδικο Ε.Δ.Α.Δ.Π..

Συνεπώς, ελλοχεύει ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων επί της ίδιας απαίτησης, του ιδίου οφειλέτη, απορρέουσας από την ίδια έννομη σχέση που αποτέλεσε αντικείμενο δίκης προγενέστερης της ανάθεσης διαχείρισης της απαίτησης. Απλώς, αλλάζει το πρόσωπο του αντιδίκου του οφειλέτη. Συνεπώς, τα όσα ελέχθησαν ανωτέρω για την τελεολογική δικαιολόγηση της ρύθμισης του αρ. 4, παρ. 2, εδ. β’ ισχύουν, ιδωμένα αντιστρόφως και για την προκείμενη περίπτωση. Όλως ατυχώς ο νομοθέτης παρέλειψε να ρυθμίσει το ζήτημα ρητώς, ωστόσο, κατά την γνώμη του γράφοντος, η νομοθετική ρύθμιση είναι επιβεβλημένη και δυνατή.

Επιλογικές σκέψεις

Καθίσταται σαφές πως ο νομοθέτης του ν. 4354/2015 επιδίωξε να συνθέσει ένα πλέγμα δικονομικών διατάξεων προκειμένου να δώσει σάρκα και οστά σε δύο βασικούς σκοπούς του: πρώτον, στην αποτελεσματική διαχείριση των κόκκινων δανείων και στην εύρυθμη λειτουργία της δευτερογενούς αγοράς που δημιούργησε και δεύτερον, στην διασφάλιση κάποιων minimum εχέγγυων προστασίας του οφειλέτη έναντι των Ε.Δ.Α.Δ.Π.. Με άλλα λόγια επιδιώκεται η δημιουργία μίας ιδιόμορφης win-win κατάστασης για όλους τους εμπλεκόμενους στην ως άνω αγορά των μη εξυπηρετούμενω δανείων17.

Οι δικονομικές αυτές διατάξεις είναι βέβαια ατελείς, παραδοχή που προκύπτει όχι μόνο από την ελλιπή ρύθμιση για το δεδικασμένο που επισημάνθηκε ανωτέρω, αλλά και από άλλα σημεία του νόμου18 (π.χ. απουσία ρητής διάταξης για παθητική νομιμοποίηση της Ε.Δ.Α.Δ.Π. σε δίκες περί την εκτέλεση). Ωστόσο, οι υφιστάμενες ρυθμίσεις για το δεδικασμένο είναι δικαιοπολιτικά ορθές και προλαμβάνουν ερμηνευτικές δυχέρειες που θα ανέκυπταν στην πράξη. Πράγματι, διασπούν και υπερκεράσουν τα στενά υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου, όπως τα αντιλαμβανόμαστε στη δογματική του αστικού δικονομικού δικαίου, πλην όμως εξυπηρετούνται οι ίδιοι σκοποί που υπαγορεύουν και τις ρυθμίσεις των αρ. 325-329 ΚΠολΔ.

Πράγματι, είναι αλυσιτελές και κλονιστικό της ασφάλειας δικαίου το ενδεχόμενο να κατάγεται σε δύο και περισσότερες δίκες, είτε ως κύριο, είτε ως προδικαστικό ζήτημα, η ίδια απαίτηση απορρέουσα από την ίδια έννομη σχέση, μεταξύ των ίδιων αντισυμβαλλόμενων και το μόνο που μεταβάλλεται να είναι ο αντίδικος του οφειλέτη. Παρά, λοιπόν, τη θεμιτή κριτική στις, κατά μία γνώμη, μη σύμφωνες με το δόγμα του ΚΠολΔ ρυθμίσεις του ν. 4354/2015 ή στις παραλείψεις αυτού, η υφιστάμενη ρύθμιση του αρ. 2, παρ. 4, εδ. β’, καθώς και η εδώ υποστηριζόμενη ερμηνεία που μπορεί να αρυσθεί από τη διατύπωση της παρ. 8 του αρ. 3 αποσοβούν αποτελεσματικά το προαναφερθέν ενδεχόμενο. Δεν απαιτείται συνεπώς καμία νέα νομοθετική κατασκευή, παρά μία βελτίωση της υφιστάμενης, αφού ο νομοθέτης αφουγκραστεί τις απόψεις και τις ανησυχίες θεωρίας και νομολογίας.

Υποσημειώσεις

  1. Το παρόν άρθρο εστιάζει στα νομικά πρόσωπα – οφειλέτες
  2. Ο νόμος αυτός, η ψήφιση του οποίου υπαγορεύτηκε από το τρίτο μνημόνιο του 2015, ιδρύει και ρυθμίζει μία δευτερογενή αγορά τραπεζικών δανείων στη χώρα μας. Ειδικότερα, εισήχθησαν στην έννομη τάξη μας δύο νέα εταιρικά σχήματα φέροντα την μορφή των εποπτευόμενων από την Τ.τ.Ε. χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, η Ε.Δ.Α.Δ.Π. και η Ε.Α.Α.Δ.Π. (Εταιρεία Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις), ενώ ταυτόχρονα προβλέφθηκαν και δύο νέοι συμβατικοί τύποι, ήτοι η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Εξ’ αρχής, η θεωρία επισήμανε τις νομοτεχνικά ελλιπείς ρυθμίσεις του εν λόγω νόμου, ο οποίος εν συνεχεία υπέστη απανωτές τροποποιήσεις. Για μία συνοπτική περιγραφή αυτής της δευτερογενούς αγοράς, βλ. ΜΕφΛαρ 84/2020 (ΤΝΠ NOMOS) και για μία εκτενέστερη, με κριτική προσέγγιση του νομοθετήματος, Π. Γιαννόπουλος, «Η εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης. Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του ν.4354/2015 και de lege ferenda προτάσεις», σε Αρμ 3-4/2019, σελ. 233 επ.
  3. Αρκετά συχνά είναι αλλοδαπό fund ή αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού που εδρεύει σε κράτος-μέλος της Ε.Ε. και αγοράζει μαζικά κόκκινα δάνεια σε τιμές μικρότερες από τα οφειλόμενα στην τράπεζα ποσά
  4. Για την επανέναρξη πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης μετά τον ν. 4790/2021, βλ. Α. Πλεύρη, «Επανέναρξη πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης μετά το ν. 4790/2021», ελέυθερα προσβάσιμο στη βάση δεδομένων Sakkoulas Online, εδώ
  5. Το είδος της νομιμοποίησης της Ε.Δ.Α.Δ.Π., καθώς και το αν αυτή είναι αποκλειστική ή συντρέχουσα μετά του πιστωτικού ιδρύματος δεν συνιστά αντικείμενο της παρούσας μελέτης. Ωστόσο, βλ. ενδεικτικά ΑΠ 368/2019, (www.areiospagos.gr), ΜΕφΠειρ 78/2020 (ΤΝΠ NOMOS), ΜΕφΛαρ 84/2020 (ΤΝΠ NOMOS), ΜΠΑθ 91/2021 (ΕΕμπΔ 2/2021), ΜΠΤρ 41/2021 (TNΠ NOMOS), ΜΠΛαμ 9/2021 (ΤΝΠ NOMOS) και ΜΠΘεσ 13663/2019 (ΕΠολΔ 1/2020, σελ. 86 με παρατηρήσεις Αλ. Φλώρου). Από αρθρογραφία, προτείνονται τα ακόλουθα πονήματα: Π. Γιαννόπουλος, «Ζητήματα ως προς το χαρακτήρα της νομιμοποίησης της εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις ν.4354/2015 κατά τη δικαστική άσκηση υπό διαχείριση απαιτήσεων τραπεζικού ιδρύματος», σε Αρμ 11/2018 και του ιδίου, «Η εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης. Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του ν.4354/2015 και de lege ferenda προτάσεις», σε Αρμ 3-4/2019, καθώς και Ζ. Τσολακίδης, «Η Μεταβίβαση απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια», σε ΧρΙΔ ΙΣΤ/2016, 645.
  6. Έτσι, ΜΕφΘεσ 266/2021 (Αρμ 2021/416), ΤρΕφΠατρ 58/2021 (ΤΝΠ NOMOS), ΤρΕφΑθ 2407/2021 (ΤΝΠ NOMOS)
  7. Σε αυτήν την περίπτωση, απαιτείται η επίκληση, απόδειξη και συνδρομή εννόμου συμφέροντος ως προϋπόθεση του παραδεκτού της, το οποίο δεν είναι αυταπόδεκτο για μία εταιρεία που διαχειρίζεται απλώς απαιτήσεις άλλου. Με άλλα λόγια, επί δυσμενούς έκβαση της δίκης για τον αληθή διάδικο, δεν υφίσταται και η ίδια κάποια δυσμενή αντανακλαστική συνέπεια. Ωστόσο, το Ανώτατο Ακυρωτικό με την υπ’ αρ. 368/2019 απόφαση του (ανωτέρω) χαρακτήρισε την παρέμβαση (το πρώτον μάλιστα στην αναιρετική δίκη) Ε.Δ.Α.Δ.Π. υπέρ πιστωτικού ιδρύματος, το οποίο είχε εκχωρήσει σε λουξεμβουργιανή Ε.Α.Α.Δ.Π. απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις, ως αυτοτελή πρόσθετη. Η σημασία αυτού του χαρακτηρισμού συνέχεται με την απάντηση επί του δεύετρου ερωτήματος του παρόντος. Και τούτο διότι, ο ΑΠ υπέλαβε σχεδόν ως αυτονόητη την δέσμευση της Ε.Δ.Α.Δ.Π. από το δεδικασμένο απόφασης μεταξύ της τράπεζας και των οφειλετών, εξ’ ου και την αντιμετώπισε ως αυτοτελώς προσθέτως παρεμβάσασα.
  8. Παρότι οι δικονομικές ρυθμίσεις του νόμου είναι, κατά συνολική επισκόπηση, ατελείς, εντούτοις, ορθά ο νομοθέτης έλαβε σαφή θέση επί του ζητήματος του δεδικασμένου, το οποίο σίγουρα θα γεννούσε ερμηνευτικά προβλήματα στην πράξη
  9. Έχει υποστεί αρκετές βελτιώσεις και παραλλαγές, ενώ στην Ελλάδα υποστηρίχθηκε ένθερμα από τον Στέλιο Κουσούλη. Απαντάται σποραδικά σε παλαιότερη, προ του 2000, νομολογία, όπως στην ΕφΑθ 2725/1999 (Αρμ 2000/248), η οποία δέχτηκε πως «Εντούτοις είναι δυνατόν, από την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων, να συνάγεται ότι η συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση στηρίζεται σε γενικότερες αρχές του δικαίου, η συνεπής εφαρμογή των οποίων επιβάλλει την ισχύ του δεδικασμένου υπέρ ή εις βάρος και άλλων προσώπων, πέραν των προβλεπομένων εις τα άρθρα 325 έως 329. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι το δεδικασμένο θα ισχύσει και έναντι αυτών των προσώπων… Για να τεθεί όμως ζήτημα δέσμευσης κάποιου τρίτον από το δεδικασμένο, θα πρέπει αυτός ο τρίτος να έχει κάποια σχέση με το αντικείμενο της δίκης. Θα πρέπει, συγκεκριμένα, η έννομη σχέση του τρίτου να ταυτίζεται με την τελεσιδίκως κριθείσα έννομη σχέση, ή η μία να είναι προδικαστική της άλλης...». Για μία ευσύνοπτη παρουσίαση της θεωρίας και λοιπών σχετικών διδασκαλιών, βλ. Ν.Κ. Κλαμαρής, Σ.Ν. Κουσούλης, Σ.Σ. Πανταζόπουλος, «Πολιτική Δικονομία, Γ’ Έκδοση, 2016, Εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 653-662., καθώς και Σ. Κουσούλης σε Κ. Κεραμεύς, Δ. Κονδύλης, Ν. Νίκας, «Ερμηνεία ΚΠολΔ», τομ. 1, 2000, σελ. 657-658
  10. Βλ. σχετικά Δ. Μανιώτης, «Ζητήματα νομιμοποιήσεως και υποκειμενικών ορίων των δεδικασμένων από την εξουσιοδότηση προς είσπραξη απαιτήσεων. Το παράδειγμα του αρθρ. 2§4 ν. 4354/2015.», όπου αναλύεται η ουσιαστική έννοια του διαδίκου και ασκείται κριτική στη διάταξη της παρ. 4 το αρ.2 του ν. 4354/2015. Η μελέτη ανευρίσκεται εδώ.
  11. Π.χ. δεν καταχωρύθηκε στα ειδικά βιβλία του Ενεχ/είου Αθηνών ή δεν κοινοποιήθηκε στον οφειλέτη
  12. Το ίδιο πρέπει να γίνει δεκτό και για τις ενστάσεις, κατ’ αρ. 330 ΚΠολΔ, υπό κάποιες παρατηρήσεις. Κατ΄αρχήν, οι διάδικοι δεν νομιμοποιούνται να προβάλλουν ένσταση που στηρίζεται σε δικαίωμα τρίτου, παρά μόνο στις κατά νόμο επιτρεπόμενες περιπτώσεις, σύμφωνα με τη διάταξη του αρ. 262, παρ. 2 ΚΠολΔ. Γίνεται δεκτό πως επιτρεπτώς εξαιρούνται οι μη δικαιούχοι διάδικοι, η δε απαγόρευση της ΚΠολΔ 262, παρ. 2 καταλαμβάνει έτσι και αλλιώς μόνο τις γνήσιες, αυτοτελείς και μη αυτοτελείς ενστάσεις, αφοί οι καταχρηστικές λαμβάνονται υπόψιν και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, αρκεί τα θεμελιωτικά τους πραγματικά περιστατικά να προκύπτουν από την δικογραφία (ΑΠ 1175/2001, ΧρΙΔ 2001, σελ. 829). Το ζήτημα κρίθηκε ειδικά για την πλαγιαστική αγωγή με την ΑΠ 1742/2007 (www.areiospagos.gr). Το Ακυρωτικό απεφάνθη πως η εκεί πλαγιαστικώς ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία ασκεί «κατά του τρίτου οφειλέτη του οφειλέτη τους τα δικαιώματα του τελευταίου με το περιεχόμενο και τις προϋποθέσεις, που ο οφειλέτης του μπορεί να τα ασκήσει κατά του δικού του οφειλέτη και, επομένως, ο τελευταίος, μπορεί να αντιτάξει κατά του ασκούντος την πλαγιαστική αγωγή (δανειστή του δικού του δανειστή) και όλους τους καταλυτικούς και διακωλυτικούς ισχυρισμούς που αυτός μπορεί να προτείνει κατά του άμεσου δανειστή του και αμέσου οφειλέτη του ασκούντος την πλαγιαστική αγωγή.». Κατά την Α. Πλεύρη, η θέση της ΑΠ 1742/2007 μπορεί να γενικευτεί και για λοιπούς μη δικαιούχους διαδίκους (Α. Πλεύρη, «Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι δίαδικοι στην πολιτική δίκη», 2014, σελ. 272). Συνεπώς, με λίγες εξαιρέσεις (π.χ. ένσταση συμψηφισμού με παθητικώς νομιμοπούμενη την ίδια την Ε.Δ.Α.Δ.Π.), ο αμυνόμενος οφειλέτης μπορεί να αντιτάξει κατά της Ε.Δ.Α.Δ.Π. τις ουσιαστικού δικαίου ενστάσεις που θα μπορούσε να προβάλει κατά του πιστωτικού ιδρύματος ή του ειδικού διαδόχου του. Άρα, και οι ενστάσεις αυτές καλύπτονται από το δεδικασμένο, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην ΚΠολΔ 330.
  13. Η παράλειψη του νομοθέτη μάλλον είναι ακούσια και αποδίδεται στην ατέλεια που εντοπίζεται και σε άλλα σημεία του νόμου. Να σημειωθεί παρεμφερώς πως και η αιτιολογική του έκθεση απαναλαμβάνει σε αρκετά χωρία της αυτούσια την γραμματική διατύπωση του νόμου και κατά συνέπεια δεν καθίστατα δυστυχώς ένα ευχερές εργαλείο στα χέρια του ερμηνευτή.
  14. Βλ. ως άνω Σ. Κουσούλης σε Κ. Κεραμεύς, Δ. Κονδύλης, Ν. Νίκας, «Ερμηνεία ΚΠολΔ», τομ. 1, 2000, σελ. 657-658 με τις εκεί νομολογιακές παραπομπές. Ενδεικτικά, to ΤρΕφΠειρ με την υπ΄αρ. 992/1995 (ΕΕμπΔ 1996, σελ. 151-152) απόφαση του δέχτηκε πως το δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση μεταξύ πτωχού και πιστωτή του «επεκτείνεται και επί του μη δικαιούχου διαδίκου, δηλαδή του συνδίκου που εκπροσωπεί αποκλειστικώς και όχι παραλλήλως τον πτωχό…, αλλά και επί της εκπροσωπουμένης από το σύνδικο ομάδας των πιστωτών, που είναι δικαιοδόχος του πτωχού, οι οποίοι (σύνδικος και ομάδα πιστωτών) δεσμεύονται από το δεδικασμένο και μπορούν μόνο να επικαλεσθούν είτε συμπαιγνία και δόλο των διαδίκων (πιστωτή-μετέπειτα πτωχεύσαντος) για την έκδοση της τελεσίδικης αποφάσεως, είτε μεταγενέστερα από την απόφαση αυτή γεγονότα.»
  15. «Η εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης. Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του ν.4354/2015 και de lege ferenda προτάσεις», σε Αρμ 3-4/2019, σελ. 257 επ..
  16. Ανάλογη πρόβλεψη ανευρίσκεται και υπό την παρ. 13 του αρ. 10 του ν. 3156/2003, ως ισχύει, υπό την οποία γίνεται μνεία σε απαγόρευση μεταβολής αναφορικά με την «ουσιαστική, δικονομική και φορολογική φύση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και των σχετικών δικαιωμάτων, όπως ίσχυαν αυτά πριν από τη μεταβίβαση σύμφωνα με τις κατά περίπτωση εφαρμοστέες διατάξεις
  17. Βλ. και σελ. 1 της ΑιτΕκθ. του νόμου
  18. Βλ. αναλυτικά Π. Γιαννόπουλος ο.π. υπό υποσ. 2, σελ. 262-264

Leave a Reply