Η ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΟΥ Ν. 4842/2021: “BUG FIXING” του Ν. 4335/2015;

Posted on

Περιεχόμενα

  1. Εισαγωγή – Τροποποιήσεις του ΚΠολΔ, «δίχως γιατί και όχι άδικα»
  2. Η στοχοθεσία του δικονομικού νομοθέτη πίσω από τις αλλαγές στη νέα τακτική διαδικασία
  3. Ζητήματα διαχρονικού δικαίου αναφορικά με τις νέες ρυθμίσεις της τακτικής διαδικασίας
  4. Η νέα (εις το τετράγωνο) τακτική διαδικασία του Ν. 4842/2021
    1. Η άσκηση της αγωγής
    2. Η προθεσμία κατάθεσης προτάσεων – αρ. 237, § 1 ΚΠολΔ
    3. Η εφαρμογή του αρ. 227 ΚΠολΔ επί έλλειψης πληρεξουσιότητας – αρ. 237, § 1 ΚΠολΔ
    4. Η κατάθεση προσθήκης/αντίκρουσης στις προτάσεις – αρ. 237, § 2 ΚΠολΔ
    5. Η κατάθεση προτάσεων κατόπιν ορισμένων οριστικών και μη οριστικών αποφάσεων – αρ. 237, § 3 ΚΠολΔ
    6. Η αντιμετώπιση της απώλειας της προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων – Η τροποποίηση του αρ. 155, § 1 ΚΠολΔ
    7. Χρόνος κατάθεσης των προτάσεων – αρ. 237, § 4 ΚΠολΔ 
    8. Ματαίωση της συζήτησης – η τροποποίηση του αρ. 260 ΚΠολΔ 
    9. Η προβολή οψιγενών ή παραχρήμα αποδεικνυόμενων ισχυρισμών – Το αρ. 237, § 5 ΚΠολΔ
    10. Η δυνατότητα κλήσης των διαδίκων σε αυτοπρόσωπη παράσταση κατά τη συζήτηση – αρ. 237, § 5 ΚΠολΔ
    11. Ορισμός σύνθεσης, χρόνου συζήτησης της υπόθεσης και διαδικασία κατά τη συζήτηση – αρ. 237, § 6 ΚΠολΔ
    12. Η έκδοση οριστικής απόφασης – αρ. 237, § 7 ΚΠολΔ
    13. Πώς διατάσσονται αποδείξεις στη νέα τακτική διαδικασία – αρ. 237, §§ 8, 9 ΚΠολΔ
    14. Λοιπά διαδικαστικά ζητήματα – αρ. 237, §§ 10, 11, 12, 13 ΚΠολΔ
    15. Οι τροποποιήσεις του αρ. 238 ΚΠολΔ
  5. Συμπεράσματα – επιλογικές σκέψεις

I. Εισαγωγή – Τροποποιήσεις του ΚΠολΔ, «δίχως γιατί και όχι άδικα»

Ο ΚΠολΔ υφίσταται συχνές τροποποιήσεις «δίχως γιατί και όχι άδικα1». Πρώτα, το «όχι άδικα». Το αστικό δικονομικό δίκαιο, αναγκαίο υπόστρωμα της αποτελεσματικής πραγμάτωσης του δικαιώματος δικαστικής προστασίας ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, δεν θα μπορούσε να κωφεύει μπροστά στις ανάγκες και στα προβλήματα της δικαστηριακής πράξης, στις ενωσιακού ή διεθνούς δικονομικού δικαίου επιταγές, τις τεχνολογικές εξελίξεις, αλλά και στην διαρκή (επιτυχή;) προσπάθεια για βελτίωση της ποιότητας απονομής της δικαιοσύνης.

Εξάλλου, το «δίχως γιατί» ανάγεται σε εμπειρική παρατήρηση φαινομένων, όπως οι συγκυριακές τροποποιήσεις του ΚΠολΔ – κατόπιν κακώς νοούμενου “lobbying” από ομάδες συγκεκριμένων συμφερόντων – η «ταχεία πολιτική δίκη» που παρουσιάζεται ως πανάκεια έναντι των δυσλειτουργιών της ελληνικής δικαιοσύνης και συνοδεύεται από την αποδυνάμωση ικανών εχέγγυων δικαστικής κρίσης, η αδικαιολόγητη κατάργηση διατάξεων, οι νομοτεχνικώς κακές διατυπώσεις των ανά καιρούς τροποποιήσεων, η σιωπή των αιτιολογικών εκθέσεων και οι ελλιπείς διαχρονικού δικαίου διατάξεις.

Ο τελευταίος κρίκος στη μακρά αλυσίδα τροποποιήσεων του ΚΠολΔ απαντά στο όνομα Ν. 4842/2021 (ΦΕΚ 190/Α/13.10.2021). Πρόκειται περί νομοθετήματος που επέφερε τροποποιήσεις στο σύνολο των βιβλίων του ΚΠολΔ. Βέβαια, η συντριπτική πλειοψηφία αυτών εντοπίζεται στο 2ο βιβλίο (Διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια), στο 5ο βιβλίο (Ασφαλιστικά μέτρα), καθώς και στο 8ο βιβλίο (Αναγκαστική εκτέλεση). Διαισθητικά, οι αλλαγές τείνουν μάλλον προς το «όχι άδικα», αλλά μόνον όταν αυτές διέλθουν τη βάσανο της νομολογιακής εφαρμογής θα είμαι σίγουρος. Η επιφυλακτικότητα είναι αναγκαία, καθώς, ιστορικά, η πραγματικότητα διέψευσε οικτρά και κατηγορηματικά πολλά “gut feelings”.

Το παρόν άρθρο εστιάζει στις αλλαγές του 2ου βιβλίου του ΚΠολΔ, ειδικότερα, δε, σε αυτές που συνέχονται άμεσα με την τακτική διαδικασία. Ωστόσο, η μελέτη δεν περιορίζεται μονάχα στα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, τους δύο «πυλώνες» της τακτικής διαδικασίας, αλλά άπτεται και έτερων τροποιηθεισών διατάξεων, ώστε να σκιαγραφήσει όσο το δυνατόν εκτενέστερα και ανά διαδικαστικό στάδιο το modus procedendi που δικαστές και δικηγόροι εφαρμόζουν από το πρωί της 3ης Ιανουαρίου 2022.

ΙΙ. Η στοχοθεσία του δικονομικού νομοθέτη πίσω από τις αλλαγές στη νέα τακτική διαδικασία

Κάθε τροποποίηση του ΚΠολΔ κατατείνει στην επίτευξη κάποιου στόχου. Συνήθως, αυτός ο στόχος ανευρίσκεται επί ενός άξονα που οριοθετείται από δύο σταθερές: αφενός, εκείνη του “bug fixing” προγενέστερων ρυθμίσεων (και δή, των προβληματικών πτυχών τους, όπως ανέκυψαν στην δικαστηριακή πρακτική) και αφετέρου, εκείνη της προσδοκίας του νομοθέτη για μία αποτελεσματικότερη δικονομική ρύθμιση. Κατά την άποψη μου, ο νομοθέτης Ν. 4842/2021 κινήθηκε σταθερά επί του ως άνω άξονα. Ειδικά ως προς την τακτική διαδικασία, οι ψηφισθείσες αλλαγές παρίστανται ως «καταπραϋντικά αντίδοτα» των προβλημάτων που αναδύθηκαν κατά την πενταετή, σχεδόν, εφαρμογή του Ν. 4335/2015 στη πράξη. Ωστόσο, άρρηκτα συνυφασμένη με τις διορθωτικές επεμβάσεις στο μοντέλο της τακτικής διαδικασίας των άρ. 237 και 238 ΚΠολΔ, είναι και η διαφαινόμενη προσδοκία του νομοθέτη για μία αποτελεσματικότερη νέα (νέα) τακτική διαδικασία. Τούτα επιρρωνύονται και από την αιτιολογική έκθεση2 του Ν. 4842/2021.

Βέβαια, για να είμαστε ακριβείς, από την ευρύτερη επισκόπηση του Ν. 4842/2021 προκύπτει εναργώς μία στοχοθεσία που υπερβαίνει το αμιγές “bug fixing” του ήδη εφαρμοζόμενου Ν. 4335/2015. Πλεόν συγκεκριμένα, ο νομοθέτης του Ν. 4842/2021 απέβλεψε εξίσου:

  • στη ψηφιοποίηση της πολιτικής δικαιοσύνης (βλ. άρ. 4,5,6, 9, 10, 55, 74 κ.α. Ν. 4842/2021), όπως μαρτυρείται και από τον τίτλο του νομοθετήματος.
  • στην εισαγωγή του νεοπαγούς δικονομικού θεσμού της πιλοτικής πολιτικής δίκης (νέο αρ. 20Α ΚΠολΔ – άρ. 2 Ν. 4842/2021).
  • στην ενσωμάτωση ρυθμίσεων επείγοντος χαρακτήρα, άμεσων απότοκων των συναπτών lockdown της πανδημίας COVID-19, οι οποίες από τις Κ.Υ.Α. και τα νομοθετήματα με επιμέρους δικονομικές διατάξεις (αρχής γενομένης με τον Ν. 4690/2020) βρήκαν την κανονιστική τους θέση στο κυρίως σώμα του ΚΠολΔ (βλ. άρ. 45,46 κ.α. Ν. 4842/2021).
  • στην επίλυση δογματικών προβληματισμών που ερίζονται χρονίως (ήδη προ του Ν. 4335/2015) σε θεωρία και νομολογία, με την υιοθέτηση μίας εκ των περισσότερων υποστηριζόμενων απόψεων. Επί παραδείγματι, ο στόχος αυτός αποτυπώνεται με σαφήνεια στη νέα § 1 του άρ. 308 ΚΠολΔ (ανεπίτρεπτο της δικονομικής σύμβασης των διαδίκων να ζητήσουν από το δικαστήριο να μην εκδώσει απόφαση – βλ. για τις υποστηριζόμενες απόψεις Ν. Κατηφόρης, Εξουσίες των διαδίκων και του δικαστηρίου στη πολιτική δίκη, 2020, σ. 51 – 59).

III. Ζητήματα διαχρονικού δικαίου των νέων ρυθμίσεων της τακτικής διαδικασίας

Έναρξη ισχύος των νέων ρυθμίσεων

Όλες οι διατάξεις του Α’ Μέρους του Ν. 4842/2021, ήτοι οι τροποποιήσεις του ΚΠολΔ, εφαρμόζονται από 1.1.2022 (άρ. 120 Ν. 4842/2021). Επομένως, εν προκειμένω, δεν τίθεται κάποιο δυσχερές ζήτημα διαχρονικού δικαίου.

Ποια ένδικα βοηθήματα και ποιες διαδικαστικές πράξεις καταλαμβάνουν οι νέες ρυθμίσεις;

Για το ακριβές ratione temporis πεδίο εφαρμογής εκάστης τροποποίησης γίνεται, κατ’ αρχήν, αναγωγή στο άρ. 116 του Ν. 4842/2021. Σημειώνεται πως το εν λόγω άρθρο τροποποιήθηκε, εν πρώτοις, δυνάμει του άρ. 176 του Ν. 4855/2021, αλλά μόνο ως προς μεταβατικές διατάξεις του δικαίου της αναγκαστικής εκτέλεσης. Στη συνέχεια, τροποποιήθηκαν περαιτέρω οι περ. α’ και β’ της § 1 του άρ. 116, καθώς και η παρ. 3 του ιδίου άρθρου, δια του αρ. 65 του Ν. 4871/2021.

Ως προς την τακτική διαδικασία, εστιάζουμε στις περ. α’ και β’ της § 1 του άρ. 116. Κατά τη περ. α’, «...η παρ. 1 του άρθρου 237 (προθεσμία κατάθεσης προτάσεων και προσκομιδής αποδεικτικών μέσων και διαδικαστικών εγγράφων), το άρθρο 238 (προθεσμία άσκησης παρεμπίπτουσων αγωγών, ανταγωγών και συμμετοχής τρίτων σε εκκρεμή δίκη)…εφαρμόζονται για τα ένδικα βοηθήματα και δικόγραφα, που πρόκειται να κατατεθούν μετά από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου (01.01.2022).».

Είναι γνωστό ότι υπό το προϊσχύον δίκαιο παρατηρήθηκε διχοστασία μεταξύ των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων αναφορικά με την δυνατότητα εφαρμογής του ευέλικτου άρ. 227 ΚΠολΔ για την συμπλήρωση ελλείψεων περί την δικαστική πληρεξουσιότητα (βλ. αναλυτικά κατωτέρω). Ήδη, με τον Ν. 4842/2021, το ζήτημα επιλύθηκε όσον αφορά στην τακτική διαδικασία (όπου και εμφανιζόταν το πρόβλημα σε οξύτερη μορφή). Έτσι, ορίζεται πλέον ρητά στην § 1 του αρ. 237 ΚΠολΔ ότι «Σε περίπτωση έλλειψης των πληρεξουσίων εγγράφων εφαρμόζεται το άρθρο 227.». Όμως, ατυχώς, δεν ορίστηκε ότι η νέα ρύθμιση καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις. Πράγματι, με βάση το γράμμα του νόμου, η μνεία, υπό το άρ. 116 § 1 α΄ Ν. 4842/2021, συλλήβδην στην § 1 του άρ. 237 δεν φαίνεται να διαφοροποιεί το χρονικό πεδίο εφαρμογής της διάταξης ειδικά ως προς την ίαση ελλείψεων περί την πληρεξουσιότητα.

Έτσι, σε πρόσφατη απόφασή του3, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά επιστρατεύει τον χρονοβόρο μηχανισμό του άρ. 105 ΚΠολΔ, διότι «δεν εφαρμόζεται το άρθρο 237 § 1 ΚΠολΔ ως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 Ν. 4842/2021, και ισχύει, κατ’ άρθρο 116 § 1 α΄ του ως άνω νόμου, για τα δικόγραφα που κατατίθενται μετά την 1η.1.2022». Κατά την γνώμη μου, πρόκειται περί θέσης που αντιστρατεύεται σαφώς την βούληση του νομοθέτη. Με θέσπιση της διαχρονικού δικαίου ρύθμισης ως προς το άρ. 237 § 1, ο τελευταίος είχε καταφανώς υπόψη του μόνο την προθεσμία ενέργειας για την κατάθεση προτάσεων και όχι τα λοιπά στοιχεία της εν λόγω παραγράφου. Την οριοθέτηση του χρονικού πεδίου εφαρμογής αυτής της διαφοροποιημένης, σε σύγκριση με τον Ν. 4335/2015, προθεσμίας ήταν που ήθελε να επιτύχει ο νομοθέτης δια της θέσπισης του άρ. 116 § 1 α΄ Ν. 4842/2021. Άλλωστε, δεν παρίσταται επαρκές δικαιολογητικό έρεισμα για τον περιορισμό της εμβέλειας του άρ. 227 ΚΠολΔ μόνο στα δικόγραφα που κατατίθενται μετά την έναρξη ισχύος του νόμου. Το αντίθετο μάλιστα. Η νέα § 1 του άρ. 237 υπηρετεί, όσον αφορά στην ίαση των ως άνω ελλείψεων, πρωτίστως την οικονομία της δίκης. Και τούτη, αναμφίβολα, φαλκιδεύεται δια της εμμονής στο όχημα της μη οριστικής απόφασης του άρ. 105 ΚΠολΔ , παρά τη ρητή, πλέον, εκπεφρασμένη βούληση του δικονομικού νομοθέτη. Συνεπώς, η ερμηνευτική θέση της ΠΠΠειρ 1870/2022 θα πρέπει, πάντα κατά την γνώμη μας, να αποδοκιμαστεί.

Εξάλλου, σύμφωνα με τη περ. β’ της § 1 άρ. 116 Ν. 4842/2021, «οι παρ. 3, 4, 5, 7, 8 και 9 του άρθρου 237…όπως τροποποιούνται με τον παρόντα, εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις.». Ερωτάται, πότε μια υπόθεση λογίζεται ως εκκρεμής για τους σκοπούς της εν λόγω διαχρονικού δικαίου ρύθμισης; Οι πρώτες αποφάσεις4 υπό το κράτος του Ν. 4842/2021 κλίνουν υπέρ της άποψης ότι εφόσον η υπόθεση έχει συζητηθεί και αναμένεται η έκδοση απόφασης (οριστικής ή μη), τότε παύει να θεωρείται ως «εκκρεμής» κατά τα ανωτέρω (καίτοι, φυσικά, η εκκρεμοδικία κατά την έννοια του άρ. 221 ΚΠολΔ, ουδόλως έχει καταργηθεί). Όμως, η θέση αυτή δεν είναι απροσμάχητη. Εμφορείται, κυρίως, από την μέριμνα των δικαστηρίων να αποτρέψουν αιφνιδιασμούς των διαδίκων. Επί παραδείγματι, εάν μια ένορκη βεβαίωση ήταν απαράδεκτη κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής, δεν μπορεί το Πολυμελές Πρωτοδικείο να την λάβει ξαφνικά υπόψη του στη διάσκεψη, απλώς και μονό επειδή ο δικονομικός νομοθέτης μετρίασε τα απαράδεκτα τούτου του αποδεικτικού μέσου. Εξ αντιδιαστολής, λοιπόν, συνάγεται ότι, εφόσον δεν αναμένεται να βρεθούν οι διάδικοι προ δυσάρεστων εκπλήξεων, δεν παρίσταται και λόγος ερμηνευτικής εξάρτησης της διαχρονικού δικαίου ρύθμισης από την συζήτηση του ενδίκου βοηθήματος. Τούτο καθίσταται ιδιαίτερα σημαντικό στην περίπτωση της απλής διάταξης επανάληψης συζήτησης του άρ. 237 § 8 ΚΠολΔ. Όσον αφορά στην διεξαγωγή αποδείξεων, έχει ήδη παρατηρηθεί μια εμμονή των δικαστηρίων της ουσίας στον χρονοβόρο μηχανισμό του άρ. 254 ΚΠολΔ, ερειδόμενη αποκλειστικά σε στρεβλή ερμηνεία του άρ. 116 Ν. 4842/2021, την ίδια στιγμή που τούτη η εξουσία του δικαστηρίου θα μπορούσε κάλλιστα να ασκηθεί μέσω της ευέλικτης και ταχείας απλής διάταξης5.

Οι τρεις τακτικές διαδικασίες

Καθίσταται, λοιπόν, σαφές πως από 01.01.2022 γίνεται λόγος για τρεις τακτικές διαδικασίες, οριοθετούμενες από τις οικείες, κατά περίπτωση, διαχρονικού δικαίου διατάξεις. Ειδικότερα:

1. Επί αγωγών που κατατέθηκαν έως και τις 31.12.2015, θα εφαρμόζεται η τακτική διαδικασία των Ν. 2915/2001 και Ν. 3994/2011, η οποία προβλέπει υποχρεωτική προπαρασκευαστική προθεσμία κατάθεσης προτάσεων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου (και ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, υπό τον Ν. 2915/2001), ενώπιον δε του Μονομελούς Πρωτοδικείου και του Ειρηνοδικείου, οι προτάσεις μπορούν να κατατεθούν και επί της έδρας, καθώς και οι παράγραφοι του άρ. 237 ΚΠολΔ που, βάσει του άρ. 116 Ν. 4842/2021, τυγχάνουν εφαρμογής και στις εκκρεμείς αγωγές.

2. Επί αγωγών που κατατέθηκαν από 01.01.2016 έως και 31.12.2021 εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις του Ν. 4335/2015, καθώς και οι παράγραφοι του άρ. 237 ΚΠολΔ που, βάσει του άρ. 116 Ν. 4842/2021, τυγχάνουν εφαρμογής και στις εκκρεμείς αγωγές.

3. Επί αγωγών που κατατίθενται από 01.01.2022 και ύστερα θα αξιώνεται μονάχα η εφαρμογή των τροποποιηθεισών διατάξεων δυνάμει του Ν. 4842/2021.

IV. Η «νέα» (εις το τετράγωνο) τακτική διαδικασία του Ν. 4842/2021

Ο δικονομικός νομοθέτης του Ν. 4335/2015 ανήγαγε τη τακτική διαδικασία σε μείζον πεδίο για εκ βάθρων νομοτεχνικές παρεμβάσεις. Τούτο είναι λογικό. Αφενός, πρόκειται για την συνηθέστερη διαδικασία εκδίκασης αγωγών, την ραχοκοκαλιά, θα λέγαμε, της πολιτικής δικαιοσύνης και αφετέρου, συνιστά μια διαδικασία «πρότυπο», υπό την έννοια ότι η δομή της επηρεάζει άμεσα ή αντανακλαστικά το modus procedendi των λοιπών διαδικασιών του ΚΠολΔ, τόσο της αμφισβητούμενης όσο και της εκούσιας δικαιοδοσίας. Δεν θα ήταν τολμηρό να υποστηριχθεί – επιβεβαιώνεται, άλλωστε, από την εμπειρική παρατήρηση – ότι η τακτική διαδικασία καθορίζει, εν τέλει, το ίδιο το μοντέλο της ελληνικής πολιτικής δίκης.

Στις σ. 2-4 της αιτιολογικής έκθεσης του Ν. 4335/2015, τα μέλη της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής παραθέτουν αναλυτικά και με ενάργεια τους λόγους που οδήγησαν στη διαμόρφωση της τακτικής διαδικασίας ως μίας έγγραφης διαδικασίας. Η οικονομία της δίκης, η ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης, η παραδοχή πως, ούτως ή άλλως, προφορικότητα στο ακροατήριο μόνο κατ’ ΄επίφαση υφίστατο είναι μονάχα μερικοί από αυτούς. Οι επιλογές εκείνου του νομοθέτη, με τις οποίες στοιχήθηκε και ο νομοθέτης του Ν. 4842/2021, δεν ήταν απλώς δικονομικές · ήταν, κατά βάση, δικαιοπολιτικής φύσης. Ο νομικός κόσμος της χώρας προσέθεσε στη τακτική διαδικασία του Ν. 4335/2015 τον επιθετικό προσδιορισμό «νέα».

Δεν επρόκειτο απλώς περί μίας διαχρονικού δικαίου επισήμανσης. Πολύ περισσότερο, η λέξη «νέα» υποδήλωνε τον καινοφανή για τα ελληνικά δεδομένα χαρακτήρα που προσέλαβε η διαδικασία. Πράγματι, μπορεί μεν ο δικονομικός νομοθέτης, ήδη από το μακρινό 1971, να επιχειρούσε να διορθώσει κακοτεχνίες της τακτικής διαδικασίας ή να την επιταχύνει, αλλά ποτέ ως το 2015 δεν είχε προβεί σε τόσο ριζικές τομές. Από τη κατάργηση της προδικαστικής απόφασης με το Ν. 2915/2001 οδηγηθήκαμε σε μία αυστηρά διαρθρωμένη, χρονικά οριοθετημένη και ιδίως, έγγραφη προδικασία μίας λίαν «τυπικής» συζήτησης, δίχως την παρουσία μαρτύρων και πληρεξουσίων δικηγόρων στο ακροατήριο. Οι συγκρίσεις παλαιάς και νέας τακτικής διαδικασίας, ως και η νοσταλγία της πρώτης, τόσο στο νομικό τύπο, όσο και στα «πηγαδάκια» των δικαστηρίων είναι πάμπολλες.

Πάντως, η όποια σύγκριση και κριτική μεταξύ του ισχύοντος και του προϊσχύοντος δικαίου μπορεί να γίνει επί τη βάση δεδομένων

αρκετών παραμέτρων – πρακτικών, ακαδημαϊκών, επαγγελματικών, βιωματικών. Ιδωμένη από προσωπική σκοπιά, η τακτική διαδικασία του Ν. 4335/2015 είναι αυτή που γνώρισα ως προπτυχιακός φοιτητής νομικής, ερευνώ ως μεταπτυχιακός της ίδιας σχολής και με «ταλαιπωρεί» καθημερινά ως ασκούμενο δικηγόρο. Με αυτές λοιπόν τις εμπειρίες στη φαρέτρα μου, τολμώ να δηλώσω πως αποτιμώ εν γένει θετικά τη «νέα» τακτική διαδικασία. Φυσικά, δεν παρορώ πως έχει παθογένειες, άλλες εγγενείς και άλλες επίκτητες. Ορισμένες από αυτές τις παθογένειες θεραπεύονται, κατά τη γνώμη μου πάντα, δια του εδώ εξεταζόμενου Ν. 4842/2021.

Αφότου το εν λόγω νομοθέτημα ετέθη σε ισχύ, γίνεται πλέον λόγος για νέα «νέα» τακτική διαδικασία, ως ήδη επισημάνθηκε ανωτέρω υπό τις διαχρονικού δικαίου παρατηρήσεις. Η μετά το Ν. 4842/2021 τακτική διαδικασία διατηρεί εν πολλοίς τη βασική μορφή που προσέλαβε με το Ν. 4335/2015, πλην όμως υφίσταται εκ νέου αξιοσημείωτες τροποποιήσεις. Με άλλα λόγια, από 01.01.2022 συνεχίζουμε να πλέουμε στα οικεία ύδατα της έγγραφης διαδικασίας με προκατάθεση προτάσεων, αποστεωμένης από το στοιχείο μίας προφορικής, επ’ ακροατηρίω συζήτησης. Ωστόσο, ο νομοθέτης του Ν. 4842/2021 προέβη σε τροποποίησεις που διαφοροποιούν αισθητά το modus procedendi από το προϋφιστάμενο. Όπως έγραφε και μία διαφήμιση της Apple για παρελθοντικό μοντέλο iPhone, “the only thing that changed is everything”.

Η άσκηση της αγωγής

Ή σχεδόν “everything”. Και τούτο διότι, το αρ. 215 ΚΠολΔ δεν υπέστη κάποια τροποποίηση δια του Ν. 4842/2021. Έτσι και υπό το νέο καθεστώς, η άσκηση της αγωγής παραμένει μία σύνθετη6 διαδικαστική πράξη, ήτοι απαιτείται α) κατάθεση του πρωτότυπου δικογράφου της αγωγής στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται, συντασσόμενης της σχετικής έκθεσης του δικαστικού υπαλλήλου (§ 1) και β) ειδικά για την τακτική διαδικασία, επίδοση του εισαγωγικού δικογράφου στον εναγόμενο εντός 30 ημερών από την κατάθεση ή 60 ημερών αν αυτός, ή κάποιος εκ των ομοδίκων του διαμένουν στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστης διαμονής (§ 2).

Με το να μην τροποποιηθεί η § 2 του αρ. 215 ΚΠολΔ, φρονώ πως ο νομοθέτης του Ν. 4842/2021 απώλεσε μία ιδανική ευκαιρία να ρυθμίσει ρητά τις συνέπειες της μη πραγματικής επίδοσης της αγωγής σε εναγόμενο που διαμένει στην αλλοδαπή εντός τη 60νθήμερης προθεσμίας7. Και ενώ, πράγματι, με την επιμήκυνση της προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων (αρ. 237, § 1 ΚΠολΔ) για τον αλλοδαπό εναγόμενο αποσοβείται εν πολλοίς το ενδεχόμενο ερημοδικίας του και διασφαλίζεται το παραδεκτό της συζήτησης, δεν καταβλήθηκε η ίδια μέριμνα για το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο. Πάντως, η πρόσφατη νομολογία8 μάλλον κλίνει υπέρ της άποψης9 πως η αγωγή πρέπει να θεωρείται ασκηθείσα και υποστατή, εφόσον η πλασματική της επίδοση στην αρμόδια εθνική αρχή10 παραλαβής των κοινοποιούμενων δικογράφων (παρ’ ημίν, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών) έλαβε χώρα εντός των 60 ημερών από την κατάθεση της. Πρέπει όμως να επακολουθήσει πραγματική επίδοση που προκύπτει από επίσημο αποδεικτικό της αλλοδαπής αρχής και το οποίο προσκομίζεται11 από τον ενάγοντα με τις προτάσεις.

Εν κατακλείδι, παρά τη μη τροποποίηση του αρ. 215, παρ. 2 ΚΠολΔ, ο συνδυασμός της διαφαινόμενης κρατούσας τάσης στη νομολογία με τη νέα ρύθμιση12 του αρ. 237, παρ. 1 ΚΠολΔ αναμένεται να επιλύσει τα ανακύψαντα προβλήματα επίδοσης της αγωγής, όταν ο εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στην αλλοδαπή.

Η προθεσμία κατάθεσης προτάσεων – αρ. 237, § 1 ΚΠολΔ

Ο νομοθέτης του Ν. 4842/2021 αφουγκράστηκε (αλλά δεν συμμερίστηκε) δύο προβληματισμούς13 επί της ισχύουσας ρύθμισης των «100 ημερών».

Πρώτον, επισημάνθηκε από μερίδα της θεωρίας14και της νομολογίας15 πως η αφετηρία της προθεσμίας ενέργειας από την επόμενη της κατάθεσης της αγωγής οδηγεί σε συρρίκνωση του χρόνου άμυνας του εναγομένου από 100 σε 70 ημέρες (σε περίπτωση που η αγωγή του επιδοθεί την 30στή ημέρα). Έτσι, κατά την άποψη αυτή παραβιάζεται η αρχή της ισότητας των διαδίκων. Αντίθετα, άλλη άποψη16 δεν προσάπτει αυτήν την αιτίαση στη ρύθμιση, επί τη βάσει του διαφορετικού, αμυντικού ρόλου που επωμίζεται ο εναγόμενος, με αποτέλεσμα και οι 70 ημέρες να θεωρούνται επαρκείς για την προετοιμασία της άμυνας του.

Δεύτερον, εγείρεται θέμα άμυνας του αλλοδαπού εναγομένου, με τη προθεσμία των 130 ημερών από την κατάθεση της αγωγής να κρίνεται σε αρκετές αντιδικίες με στοιχεία αλλοδαπότητας ανεπαρκής. Ο εναγόμενος μπορεί να μην έχει καν λάβει γνώση της εις βάρος του αγωγής εντός αυτής της προθεσμίας. Αν διαπιστωθεί ερημοδικία του εν λόγω εναγομένου, ο δικαστής οφείλει να ενεργήσει κατά τα οριζόμενα στο αρ. 19 του Καν. 1393/2007 ή στο αρ. 15 της Σύμβασης της Χάγης, αναλόγως του κράτους παραλαβής των εγγράφων. Και είτε θα κηρύξει το απαράδεκτο της συζήτησης, είτε θα προχωρήσει στην έκδοση απόφασης (αν ο εναγόμενος παρίσταται και δεν επικαλείται δικονομική βλάβη ή αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των παρ. 2 του αρ. 19 του Καν. και αρ. 15 της Σύμβασης). Μέσα στην ίδια προθεσμία των 130 ημερών, ο ενάγων οφείλει να καταθέσει το αποδεικτικό επίδοσης της αγωγής. Όπως εκτέθηκε ανωτέρω, η μη προσκομιδή του (ακόμα και μετά από πρόσκληση του δικαστηρίου, κατ’ αρ. 227 ΚΠολΔ) επιδρά ορθότερα στο παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής.

Προς αντιμετώπιση των ανωτέρω προβλημάτων, ο Ν. 4842/2021 επέφερε τις ακόλουθες αλλαγές στη § 1 του αρ. 237 ΚΠολΔ:

  • Επιλέχθηκε διαφορετική χρονική αφετηρία της προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων.

Από 01.01.2022 και ύστερα (αρ. 116, § 1α του Ν. 4842/2021) η προθεσμία του αρ. 237, παρ. 1 ΚΠολΔ θα εκκινεί από την επομένη ημέρα της λήξης της προθεσμίας για την επίδοση της αγωγής, κατά το αρ. 215, § 2 ΚΠολΔ. Συνεπώς, αν ο εναγόμενος και όλοι οι ομόδικοι του διαμένουν ή εδρεύουν στην Ελλάδα, τότε η προθεσμία κατάθεσης προτάσεων αρχίζει να «τρέχει» από την 31η ημέρα από την κατάθεση της αγωγής και όχι από την επόμενη της κατάθεσης της αγωγής, ως ισχύει τώρα. Ο στόχος είναι διττός. Αφενός, τα διάδικα μέρη να έχουν, για λόγους ισότητας των όπλων, κοινή αφετηρία για προβολή των ισχυρισμών τους και συλλογής των αποδεικτικών τους μέσων. Αφετέρου, να υπάρξει εναρμόνιση προς τα διεθνώς και ενωσιακά17 επιτασσόμενα για την άμυνα του εναγομένου από τη στιγμή που έλαβε γνώση της εις βάρος του αγωγής.

  • Αλλάζει η διάρκεια της ως άνω προθεσμίας ενέργειας.

Από 01.01.2022, η προθεσμία κατάθεσης προτάσεων είναι 90 μέρες από τη λήξη της τριακονθήμερης προθεσμίας για την επίδοση της αγωγής (δηλ. 120 μέρες μετά την κατάθεση της, αντί των υφιστάμενων 100 ημερών), αν ο εναγόμενος και τυχόν ομόδικοι του διαμένουν στην Ελλάδα. Εξάλλου, η ίδια προθεσμία αυξάνεται σε 120 μέρες από τη λήξη της προθεσμίας των 60 ημερών για την επίδοση της αγωγής (δηλ. 180 μέρες από την κατάθεση της αγωγής, αντί των υφιστάμενων 130 ημερών), αν ο εναγόμενος ή ομόδικος του διαμένει στο εξωτερικό. Έτι μία φορά, παρατηρείται η αυξημένη μέριμνα του νομοθέτη του Ν. 4842/2021 για τον αλλοδαπό εναγόμενο, αλλά και για τον ημεδαπό ενάγοντα, με την αποτροπή ενδεχομένου αρνησιδικίας του. Πράγματι, εντός αυτού του χρονικού διαστήματος θα έχει συντελεστεί η επίδοση της αγωγής, ο εναγόμενος θα μπορεί να αμυνθεί αποτελεσματικά και ο ενάγων θα μπορεί να προσκομίσει το αποδεικτικό επίδοσης από την εκδώσα αυτό αλλοδαπή αρχή επίδοσης.

Η εφαρμογή του αρ. 227 ΚΠολΔ επί έλλειψης πληρεξουσιότητας – αρ. 237, § 1 ΚΠολΔ

Κατά την § 1 του αρ. 237 ΚΠολΔ, εντός της προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων «κατατίθενται …. και τα πληρεξούσια έγγραφα προς τους δικηγόρους κατά το άρθρο 96.». Τι γίνεται λοιπόν επί ελλείψεων περί την δικαστική πληρεξουσιότητα, όταν δηλ. π.χ. απουσιάζει το σχετικό έγγραφο από τον φάκελο ή, συνηθέστερα, επί ιδιωτικού εγγράφου χορήγησης δικαστικής πληρεξουσιότητας, δεν βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής του χορηγούντος αυτή από δημόσια αρχή ή δικηγόρο;

Κατά τη κρατούσα άποψη στη νομολογία18, το δικαστήριο, που ελέγχει αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης την έλλειψη πληρεξουσιότητας, θα εφαρμόσει συνδυαστικά τα αρ. 105 και 254 ΚΠολΔ. Έτσι, επιτρέπεται στον πληρεξούσιο δικηγόρο που δεν αποδει­κνύει την ύπαρξη της πληρεξουσιότητας του να συμμετάσχει στην δίκη προσωρι­νά, ορίζοντας σύντομη προθεσμία για τη συμπλήρωση της ελλείψεως, που εκκινεί είτε από τη δημοσίευση είτε, συνήθως, από την επίδοση της μη οριστικής απόφασης. Μετά δε την πάροδο της προθεσμίας αυτής, κατ’ άρθρο 254 § 3 ΚΠολΔ, θα πρέπει να επανεισαχθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση με κλήση οποιουδήποτε από τα διάδικα μέρη. Σε περίπτωση δε που δεν συμπληρωθεί η έλλειψη αυτή μέσα στην προθεσμία που ορίστηκε, το δικαστήριο θα προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης και θα καταδικάσει τον δικηγόρο που παραστάθηκε χωρίς πληρεξουσιότητα να πληρώσει τα έξοδα που προκλήθηκαν από την παράσταση αυτή, κατ’ αρ. 105 § 3 ΚΠολΔ.

Με άλλα λόγια, κατά την άποψη αυτή, πλημμέλειες περί την πληρεξουσιότητα δεν λογίζονται ως τυπικές παραλείψεις που μπορούν να αναπληρωθούν με την επιστράτευση του αρ. 227 ΚΠολΔ. Ειδάλλως, θα καταστρατηγούταν η ειδική διάταξη του αρ. 105 ΚΠολΔ, ενώ, επίσης, η συμπλήρωση τυπικών παραλείψεων προϋποθέτει νόμιμη παράσταση. Αντίθετη άποψη19 στη νομολογία καταφάσκει την εφαρμογή του αρ. 227 ΚΠολΔ, για λόγους οικονομίας της δίκης και επιείκειας προς τον διάδικο. Η ίδια άποψη επισημαίνει πως δεν προκύπτει ex lege η αγκαιότητα πανηγυρικού τύπου, ήτοι μη οριστικής δικαστικής απόφασης, για τη συμπλήρωση της πληρεξουσιότητας.

Ο νομοθέτης του Ν. 4842/2021 πρόκρινε ως ορθότερη τη δεύτερη άποψη, ορίζοντας πλέον ρητά στη § 1 του αρ. 237 ΚΠολΔ ότι «Σε περίπτωση έλλειψης των πληρεξουσίων εγγράφων εφαρμόζεται το άρθρο 22720. Αν δεν κατατεθούν τα πληρεξούσια έγγραφα μέσα στην προθεσμία που θα ταχθεί, το δικαστήριο εκδίδει οριστική απόφαση επί της αγωγής.». Η λύση αυτή μάλλον υιοθετήθηκε με γνώμονα την αποφυγή καθυστερήσεων στην εκδίκαση υποθέσεων με την έκδοση μη οριστικών αποφάσεων, για μία έλλειψη21 που μπορεί πράγματι να συμπληρωθεί με πρόσκληση του δικηγόρου. Εξ απόψεως διαχρονικού δικαίου, ατυχώς δεν ορίστηκε πως η νέα ρύθμιση καταλαμβάνει και εκκρεμείς υποθέσεις, αν και κατά τη γνώμη μου, θα επηρεάσει έμμεσα και αυτές τις υποθέσεις. Αν δεν προσαχθεί τελικά το έγγραφο εντός της ταχθείσας προθεσμίας, το δικαστήριο εκδικάζοντας την υπόθεση κηρύσσει, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αίτησης του αντιδίκου, άκυρες τις πράξεις22 τις οποίες επιχείρησε ο χωρίς πληρεξουσιότητα παραστάς δικηγόρος, άνευ συνδρομής δικονομικής βλάβης23.

Η κατάθεση προσθήκης/αντίκρουσης στις προτάσεις – αρ. 237, § 2 ΚΠολΔ

Ουδεμία τροποποίηση επέφερε στην εν λόγω διάταξη ο Ν. 4842/2021. Ισχύει η γνωστή δεκαπενθήμερη προθεσμία.

Η κατάθεση προτάσεων κατόπιν ορισμένων οριστικών και μη οριστικών αποφάσεων – αρ. 237, § 3 ΚΠολΔ

Με την εισαγωγή της § 3 στο νέο αρ. 237 ΚΠολΔ, ο νομοθέτης του Ν. 4842/2021 επιλύει ένα μείζον θέμα που ταλάνισε τη θεωρία και τη νομολογία μετά τη θέση του ν. 4335/2015 σε ισχύ. Αναλυτικότερα, τέθηκε το διττό ερώτημα αν, κατόπιν έκδοσης είτε παραπεμπτικών αποφάσεων λόγω καθ’ ύλην ή κατά τόπον αναρμοδιότητας ή λόγω εισαγωγής της υπόθεσης προς συζήτηση σε μη προσήκουσα διαδικασία (π.χ. ειδική αντί της τακτικής), είτε μη οριστικών αποφάσεων που κηρύσσουν απαράδεκτη τη συζήτηση ή αναστέλλουν την πρόοδο της δίκης (αρ. 249, 250 ΚΠολΔ) πρέπει α) να κατατεθούν εκ νέου προτάσεις και β) αν η απάντηση στο υπό (α) ερώτημα είναι καταφατική, εντός ποιας προθεσμίας πρέπει αυτές να κατατεθούν.

Έτσι, στη νέα § 3, ρυθμίζονται οι ακόλουθες περιπτώσεις.

Παραπεμπτική απόφαση λόγω καθ’ ύλην ή κατά τόπον αναρμοδιότητας. Στη περίπτωση αυτή (που για την ταυτότητα του νομικού λόγου καλύπτει και τη λειτουργική αναρμοδιότητα) κατατίθενται νέες προτάσεις εντός 90 ή 120 ημερών (αναλόγως τόπου διαμονής του εναγομένου ή των ομοδίκων του) από την κατάθεση της κλήσης για προσδιορισμό συζήτησης στο δικαστήριο της παραπομπής. Βάσει του εδ. γ’ του αρ. 46 ΚΠολΔ, επί παραπομπής, «οι συνέπειες που έχει η άσκηση της αγωγής διατηρούνται». Μεταξύ των συνεπειών αυτών είναι και η εκκρεμοδικία24 (αρ. 222 ΚΠολΔ), η οποία μετατίθεται25 αυτοδίκαια στο δικαστήριο όπου παραπέμφθηκε η υπόθεση. Ως πρώτη συζήτηση κατά την έννοια του αρ. 281 ΚΠολΔ, θεωρείται26 αυτή ενώπιον του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της αγωγής κατόπιν παραπομπής και ύστερα από την κατάθεση της σχετικής κλήσης. Συνεπώς, είναι δογματικά ορθό να κατατίθενται νέες προταάσεις με αφετηρία τη κλήση και η διαδικασία να τροχιοδρομείται εν συνεχεία βάσει του αρ. 237 ΚΠολΔ.

Η θέση που υιοθετήθηκε από το νομοθέτη του Ν. 4842/2021 γινόταν ήδη δεκτή από τη νομολογία27. Ο μόνος αντίλογος είναι πως εμφανίζεται μία εσωτερική αντίφαση στο αρ. 237 ΚΠολΔ, άλλως, μία προσκόλληση στο μοντέλο τακτικής διαδικασίας του Ν. 4335/2015. Πράγματι, ενώ στη παρ. 1, η προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων εκκινεί από τη λήξη της προθεσμίας επίδοσης της αγωγής, στη παρ. 3 η ίδια προθεσμία εκκινεί από την κατάθεση της κλήσης. Άρα, τίθενται τα ίδια ζητήματα ισότητας των διαδίκων και αποτελεσματικής άμυνας του εναγομένου που αναπτύχθηκαν ανωτέρω. Αν γίνεται δεκτό πως η κλήση πρέπει να επίδοθεί εντός 30 ή 60 ημερών από τη κατάθεση της, τότε πάλι θα εμφανιστούν στη πράξη τα φαινόμενα που επιδίωξε να εξαλείψει ο Ν. 4842/2021. Η εσωτερική αρμονία του αρ. 237 είναι αναγκαίος όρος για μία αποτελεσματική τακτική διαδικασία.

Παραπεμπτική απόφαση λόγω εισαγωγής της υπόθεσης προς εκδίκαση με εσφαλμένη διαδικασία. Υπό το κράτος του Ν. 4335/2015, υπήρξε πρόδηλη διαφοροποίηση μεταξύ της προδικασίας της τακτικής διαδικασίας και εκείνης των ειδικών διαδικασιών (αρ. 591 ΚΠολΔ). Τέθηκε λοιπόν το πρακτικό ζήτημα της μεταχείρισης μίας αγωγής που εισήχθη προς εκδίκαση με κάποια ειδική διαδικασία, πλην όμως διαπιστώνεται πως η προσήκουσα διαδικασία είναι η τακτική (και αντιστρόφως28). Υποστηρίχτηκαν διάφορες λύσεις29. Εν τέλει, σε νομολογία30 και μερίδα της θεωρίας31, επικράτησε η άποψη της μη εφαρμογής του αρ. 591, παρ. 6 ΚΠολΔ, αλλά της παραπομπής της αγωγής προς συζήτηση, με μη οριστική απόφαση, σε άλλη συνεδρίαση ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, ώστε να εκδικαστεί κατά τη νέα τακτική διαδικασία. Η λύση αυτή είναι «μη χείρων και κατά τούτο μόνο βέλτιστη32.». Κατά την ίδια άποψη, η υπόθεση θα πρέπει να επαναφερθεί προς συζήτηση με κλήση του επιμελέστερου των διαδίκων που μπορεί μεν να κατατεθεί άνευ χρονικών προσδιορισμών, αλλά ύστερα «η διαδικασία τροχοδρομείται και πάλι στην κανονικότητα της νέας τακτικής διαδικασίας, που απαιτεί την αυστηρή τήρηση προθεσμιών για την περαιτέρω προώθησή της33.». Απαιτείται λοιπόν επίδοση της κλήσης εντός 30 ή 60 ημερών και κατάθεση προτάσεων, σύμφωνα με το αρ. 237 ΚΠολΔ.

Την ως άνω ερμηνευτική εκδοχή υιοθετεί αυτούσια ο νομοθέτης του Ν. 4842/2021. Η μόνη αιτίαση στη νέα ρύθμιση είναι η ήδη ασκηθείσα κριτική (βλ. ανωτέρω) περί εσωτερικής δυσαρμονίας του αρ. 237 ΚΠολΔ.

Απόφαση που κηρύσσει τη συζήτηση απαράδεκτη. Και σε αυτήν την περίπτωση (π.χ. κήρυξη της συζήτησης ως απαράδεκτης λόγω μη προσκομιδής του πρακτικού περάτωσης ΥΑΣ ή του εντύπου ενημέρωσης περί δυνατότητας επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση, σύμφωνα με το Ν. 4640/2019), ο νομοθέτης του Ν. 4842/2021 εμμένει στην ίδια ρύθμιση, ως ανωτέρω.

Απόφαση που αναστέλλει τη πρόοδο της δίκης, κατ’ αρ. 249 και 250 ΚΠολΔ. Η περίπτωση αυτή είναι ανόμοια με τις προεκτεθείσες, εξ ‘ου και ο δικονομικός νομοθέτης τη ρυθμίζει διαφορετικά με το Ν. 4842/2021. Πράγματι, όταν αναστέλλεται η πρόοδος της δίκης λόγω ύπαρξης προδικαστικού ζητήματος που είναι κρίσιμο για τη διάγνωση της διαφοράς, η εκκρεμοδικία διατηρείται και η συζήτηση μετά τη μη οριστική απόφαση θεωρείται34 συνέχεια της προηγούμενης, στην οποία ήδη κρίθηκε το παραδεκτό και συχνά το νόμω βάσιμο της αγωγής (αρ. 281 ΚΠολΔ). Επομένως, ορθά ο νομοθέτης του Ν. 4842/2021 δεν αξιώνει τη κατάθεση νέων προτάσεων από τους διαδίκους, αλλά καθιερώνει την ευχέρεια τους («μπορούν») να καταθέτουν συμπληρωματικές προτάσεις το αργότερο έως τη συζήτηση της υπόθεσης, άρα και επί της έδρας. Οι προτάσεις αυτές κατατείνουν στον σχολιασμό των νέων στοιχείων (π.χ. της αμετάκλητης ποινικής απόφασης, αν η δίκη είχε ανασταλεί δια της μη οριστικής απόφασης του αρ. 250 ΚΠολΔ). Με την επιφύλαξη της νέας § 5 του αρ. 237 ΚΠολΔ, μπορούν να προταθούν (το αργότερο 20 μέρες πριν τη νέα συζήτηση) και οψιγενείς ή παραχρήμα αποδεικνυόμενοι ισχυρισμοί. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, τα ανωτέρω πρέπει να γίνουν αναλογικ΄ώς δεκτά και για μία ιδιαίτερη μη οριστική απόφαση μετά το Ν. 4842/2021, εκείνη που ερείδεται στο αρ. 20Α, § 3 ΚΠολΔ (αναστολή της δίκης λόγω έναρξης πιλοτικής δίκης ενώπιον του Αρείου Πάγου για το ίδιο νομικό ζήτημα που τίθεται και στην εκκρεμή δίκη).

Η αντιμετώπιση της απώλειας της προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων – Η τροποποίηση του αρ. 155, § 1 ΚΠολΔ

Σε περίπτωση απώλειας της προθεσμίας ενέργειας για την κατάθεση προτάσεων, είτε κατά τη § 1 είτε κατά τη § 3 του αρ. 237 ΚΠολΔ, μπορεί να ζητηθεί από τον διάδικο επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, κατ’ αρ. 152 ΚΠολΔ. Η αίτηση του απωλέσαντος τη προθεσμία διάδικου μπορεί να υποβληθεί και με τις προτάσεις, σύμφωνα με το αρ. 155 ΚΠολΔ. Η διάταξη αυτή τροποποιήθηκε με το αρ. 7 του Ν. 4842/2021 (καταλαμβάνοντας και τις εκκρεμείς κατά την έναρξη του νόμου υποθέσεις) με την προσθήκη δύο νέων εδαφίων. Το πρώτο εξ αυτών ορίζει ότι «Όταν στις περιπτώσεις των άρθρων 237 και 238 υποβάλλεται με τις προτάσεις και αίτημα επαναφοράς στην προηγούμενη κατάσταση, αυτές κατατίθενται στη γραμματεία του δικαστηρίου, εφόσον ο διάδικος έχει ενημερώσει προηγουμένως τον αντίδικό του περί της ενέργειάς του αυτής, με την αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη δηλωθείσα ηλεκτρονική διεύθυνση, η αποτύπωση του οποίου προσκομίζεται στον σχετικό φάκελο.». 

Εδώ παρατηρούνται τα εξής. Ο αντίδικος του διαδίκου που υποβάλλει το εν λόγω αίτημα έχει επαναπαυθεί στις δάφνες των αρ. 271 επ. ΚΠολΔ, αφού κατά την ημέρα συμπλήρωσης της προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων στον φάκελο βρίσκεται μονάχα το δικό του δικόγραφο. Πρέπει λοιπόν με κάποιο τρόπο να πληροφορηθεί πως κατατέθηκαν μεν εκπρόθεσμες προτάσεις, πλην όμως περιλαμβάνεται σε αυτές και αίτημα για κήρυξη της σχετικής διαδικαστικής πράξης ως παραδεκτής και εμπρόθεσμης. Μάλιστα, το αίτημα μπορεί να ερείδεται και σε λόγο που αφορά άμεσα τον αντίδικο και συγκεκριμένα σε δόλια συμπεριφορά εκ μέρους του (αρ. 152, § 1 ΚΠολΔ). Και είναι σημαντικό να πληροφορηθεί ο αντίδικος τη κατάθεση, προκειμένου, για λόγους ισότητας των οπλων, να μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα που του παρέχεται υπό το νέο γ’ εδάφιο της § 1, ήτοι να αντικρούσει τις εκπρόθεσμες προτάσεις εντός 20 ημερών από τη κατάθεση τους. Τούτη η προθεσμία δεν συμπίπτει απαραίτητα με τη προθεσμία προσθήκης – αντίκρουσης του αρ. 237, § 2 ΚΠολΔ. 

Βάσει του νέας ρύθμισης, η πληροφόρηση του αντιδίκου γίνεται αποκλειστικά με επιμέλεια του αιτούντος την επαναφορά. Πλέον συγκεκριμένα, ο τελευταίος επικοινωνεί μέσω email με τον πληρεξούσιο δικηγόρου του αντιδίκου, η ηλεκτρονική διεύθυνση του οποίου έχει δηλωθεί στο δικόγραφο των προτάσεων, κατ’ αρ. 119, παρ. 1 ΚΠολΔ. Ο νομοθέτης αξιώνει πανηγυρικό, έγγραφο τύπο για αυτήν την επικοινωνία και δεν αρκείται σε προφορική ενημέρωση του αντιδίκου. Μάλιστα, το email πρέπει να προσκομίζεται μαζί με τις εκπρόθεσμες προτάσεις. Η ρύθμιση είναι, κατά τη γνώμη μου, ολίγον τι ατελής. Και τούτο γιατί δεν διευκρινίζεται με σαφήνεια αν η προηγούμενη επικοινωνία επιδρά στο παραδεκτό της υποβολής του αιτήματος περί επαναφοράς ή στη συζήτηση του τελευταίου. Ούτε προβλέπεται κάποια κύρωση από το γράμμα της διάταξης. Ακόμα και αν δεν προκύπτει ότι προηγήθηκε η αποστολή email, εφόσον ο αντίδικος κατέθεσε προτάσεις εντός του 20ημέρου και δεν ισχυρίζεται δικονομική βλάβη, δεν θα υπάρχει πρόβλημα. Επίσης, για τη προσκομιδή της αποτύπωσης του email μπορεί να επιστρατευτεί και το αρ. 227 ΚΠολΔ. Με άλλα λόγια, η νέα ρύθμιση είναι κατ’ αρχήν σωστή, αλλά είναι ευκταία μία μικρή νομοτεχνική βελτίωση προς αποφυγή ερμηνευτικών ακροβασιών. 

Χρόνος κατάθεσης των προτάσεων – αρ. 237, § 4 ΚΠολΔ 

Με τη θέση του Ν. 4842/2021 σε ισχύ, οι προτάσεις και η προσθήκη – αντίκρουση (ακόμα και σε εκκρεμείς υποθέσεις) κατατίθενται υποχρεωτικά ως τη δωδέκατη ώρα (12:00) της μέρας που λήγει η προθεσμία και όχι ως το πέρας ωραρίου της γραμματείας. Αν οι προτάσεις κατατεθούν αργότερα, θεωρούνται εκπρόθεσμες, αλλά χωρεί αίτημα του διάδικου για επαναφορά των πραγμάτων στη προηγούμενη κατάσταση. 

Ματαίωση της συζήτησης – η τροποποίηση του αρ. 260 ΚΠολΔ 

Στη νέα τακτική διαδικασία, αν οι διάδικοι δεν καταθέσουν προτάσεις η συζήτηση ματαιώνεται. Η υπόθεση μπορεί να επαναφερθεί προς συζήτηση με κλήση οποιουδήποτε εκ των διαδίκων, εντός της τασσόμενης στη παρ. 1 του αρ. 260 ΚΠολΔ προθεσμίας, ειδάλλως η υπόθεση διαγράφεται από το πινάκιο. Η ως άνω παράγραφος τροποποιήθηκε δια του αρ. 16 του Ν. 4842/2021. Οι αλλαγές που συνέχονται άμεσα με τη τακτική διαδικασία είναι δύο. Πρώτον, η προθεσμία για την κατάθεση κλήσης επαναπροσδιορισμού της συζήτησης αυξάνεται σε 90 ημέρες με χρονική αφετηρία την επομένη της ματαιωθείσας συζήτησης (τώρα είναι 60 ημέρες). Δεύτερον, αν η υπόθεση διαγραφεί από το πινάκιο η αγωγή δεν λογίζεται ως μη ασκηθείσα (ως ίσχυε μέχρι τώρα), αλλά καταργείται η δίκη. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως η αγωγή είναι μεν υποστατή και δεν αίρονται αναδρομικά οι ουσιαστικές και δικονομικές της συνέπειες, αλλά καταργείται η δίκη που ανοίχτηκε με αυτή, όπως συμβαίνει δυνάμει των αρ. 293 επ. ΚΠολΔ. 

Η προβολή οψιγενών ή παραχρήμα αποδεικνυόμενων ισχυρισμών – Το αρ. 237, § 5 ΚΠολΔ

Με το Ν. 4335/2015 καταργήθηκε το αρ. 269 ΚΠολΔ και οι εξαιρέσεις του. Επήλθε έτσι σοβαρή τροποποίηση του συγκεντρωτικού συστήματος (αξίωμα του άνευ επικουρίας δικάζεσθαι) του ΚΠολΔ ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων και επί της ουσίας επανεισήχθη η αυστηρή ρύθμιση του αρ. 160 της ΠολΔ 1834 (Δικονομία του Maurer). Το νέο αρ. 237 ΚΠολΔ καθιέρωσε ένα δικό του, αυστηρότερο από το εκριζωμένο συγκεντρωτικό σύστημα, όπου όλοι οι ισχυρισμοί προβάλλονται με τις προκατατεθειμένες προτάσεις (άρα, πολύ πριν τη συζήτηση), άλλως είναι απαράδεκτοι και νέοι ισχυρισμοί μπορούν να προταθούν μόνο προς αντίκρουση των ήδη περιεχόμενων στις προτάσεις (αρ. 237, § 2 ΚΠολΔ). Συνεπώς, μετά το Ν. 4335/2015, οψιγενείς (δηλ. αυτοί που τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν τη βάση τους γεννήθηκαν μετά τη προθεσμία των 115 ή 145 ημερών) ή αποδεικνυόμενοι με έγγραφα ή δικαστική ομολογία (παραχρήμα) ισχυρισμοί μπορούσαν να προταθούν παραδεκτά είτε στη δευτεροβάθμια δίκη υπό τους όρους του αρ. 527 ΚΠολΔ είτε σε ανακοπή κατά αναγκαστικής εκτέλεσης, κατ’ αρ. 933 ΚΠολΔ.

Η κατάργηση του αρ. 269 ΚΠολΔ συνάντησε έντονες επιφυλάξεις στη θεωρία35 και στη νομολογία36. Επισημάνθηκαν σχετικά ο κίνδυνος έκδοσης εσφαλμένων αποφάσεων που δεν λαμβάνουν υπόψη αληθείς ισχυρισμούς και η επιβάρυνση των διαδίκων σε δικαστικό χρόνο και δαπάνη προκειμένου να προβάλλουν τους ως άνω ισχυρισμούς τους στο δεύτερο βαθμό, ενώ υφίστατο άπλετος δικονομικός χρόνος για τη προβολή τους στο πρώτο βαθμό (μεταξύ κλεισίματος του φακέλου της δικογραφίας και τυπικής συζήτησης). Τις επιφυλάξεις αυτές αφουγκράστηκε37 ο νομοθέτης του Ν. 4842/2021, ο οποίος και χαλάρωσε το αυστηρό συγκεντρωτικό σύστημα του αρ. 237 ΚΠολΔ, επαναφέροντας τις εξαιρέσεις του καταργηθέντος αρ. 269 ΚΠολΔ.

Έτσι, η νέα § 5 του αρ. 237 ΚΠολΔ ορίζει ότι «Ισχυρισμοί που γεννήθηκαν μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων και της προθεσμίας αντίκρουσης ή αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου μπορούν να προταθούν με προσθήκη στις προτάσεις το αργότερο είκοσι (20) ημέρες πριν από την ορισθείσα συζήτηση». Εισάγεται προπαρασκευαστική προθεσμία με αφετηρία την τυπική συζήτηση της υπόθεσης για την προβολή των οψιγενών και παραχρήμα αποδεικνυόμενων ισχυρισμών, η οποία ισχύει και για τους αλλοδαπούς εναγόμενους. Η αντίκρουση των ισχυρισμών αυτών γίνεται από τον αντίδικο το αργότερο 10 ημέρες πριν από τη συζήτηση. Η ρύθμιση συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα “bug fixing” του Ν. 4335/2015 και πρέπει να επικροτηθεί.

Η δυνατότητα κλήσης των διαδίκων σε αυτοπρόσωπη παράσταση κατά τη συζήτηση – αρ. 237, § 5 ΚΠολΔ

Με το Ν. 4842/2021 καταργήθηκε η πρώτη περίπτωση του αρ. 232 ΚΠολΔ, μίας πολλά υποσχόμενης διάταξης για την προετοιμασία της συζήτησης, πλην όμως με ισχνό νομοθετικό αποτύπωμα38. Η περίπτωση αυτή αφορούσε στη δυνατότητα του δικαστηρίου, ύστερα από αίτημα των διαδίκων, να καλέσει «εγγράφως τους διαδίκους ή τους νόμιμους αντιπροσώπους τους να εμφανιστούν αυτοπροσώπως στη συζήτηση για να τους υποβληθούν ερωτήσεις και να δώσουν διασαφήσεις για την υπόθεση» (δεν πρέπει να συγχέεται με την κατ’ αρ. 415 ΚΠολΔ εξέταση των διαδίκων που συνιστά επώνυμο αποδεικτικό μέσο).

Ο βασικός λόγος της πενιχρής εφαρμογής του αρ. 232 ΚΠολΔ είναι η γραμματική του διατύπωση. Απαιτείται αίτηση διαδίκου (αντιθέτως, δια της μη οριστικής απόφασης του αρ. 245 ΚΠολΔ, η αυτοπρόσωπη παράσταση των διαδίκων μπορεί να διαταχθεί και αυτεπαγγέλτως) και κυρίως η εύρεση σύνθεσης προκειμένου να αποφανθεί σε αυτό προπαρασκευαστικό στάδιο επί αυτής39, αφού στη τακτική διαδικασία η σύνθεση ορίζεται μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας και το αρ. 232 επέβαλε την υποβολή της αίτησης «πριν από τη λήξη της προθεσμίας κατάθεσης των προτάσεων και πάντως πριν από την ορισμένη δικάσιμο». Με το Ν. 4842/2021, τροποποιήθηκε διττώς το αρ. 232 ΚΠολΔ δια της πρόβλεψης υποβολής του αιτήματος «πριν από την ορισμένη δικάσιμο» (άρα, σε χρονικό σημείο που θα υφίσταται σύνθεση) και δια της κατάργησης της § α’ και ταυτόχρονης ένταξης της υπό το αρ. 237, § 5, εδ. γ’.

Πλέον, το αργότερο 20 μέρες πριν την τυπική συζήτηση «ο Πρόεδρος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, ο δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου ή ο ειρηνοδίκης μπορούν, ύστερα από αίτηση των διαδίκων που υποβάλλεται με την αγωγή ή και αυτοτελώς πριν από την ορισμένη δικάσιμο, να καλέσουν εγγράφως τους διαδίκους ή τους νομίμους αντιπροσώπους τους να εμφανιστούν αυτοπροσώπως κατά τη συζήτηση για να τους υποβληθούν ερωτήσεις και να δώσουν διασαφήσεις για την υπόθεση.». Παρέχεται έτσι μία ευχέρεια του δικαστηρίου, υποκείμενη στην εξουσία διαθέσεως των διαδίκων, προκειμένου να οδηγηθεί σε ασφαλέστερη διάγνωση της διαφοράς. Προϋποτίθεται βέβαια πως ως την ως άνω τασσόμενη προθεσμία, ο δικάζων δικαστής επί μονομελούς σύνθεσης και ο εισηγητής επί πολυμελούς έχουν διαβάσει έστω και αδρά τη δικογραφία, προκειμένου να σταθμίσουν κατά πόσο παρίσταται ανάγκη να ικανοποιηθεί το αίτημα του διαδίκου.

Ορισμός σύνθεσης, χρόνου συζήτησης της υπόθεσης και διαδικασία κατά τη συζήτηση – αρ. 237, § 6 ΚΠολΔ

Το εν λόγω άρθρο επαναλαμβάνει αυτούσια τη ρύθμιση του αρ. 237, § 4 ΚΠολΔ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, άνευ οποιασδήποτε τροποποίησης.

Η έκδοση οριστικής απόφασης – αρ. 237, § 7 ΚΠολΔ

Η παρούσα διάταξη κινείται σχεδόν αυτούσια στη γραμματική διατύπωση της § 5 του αρ. 237 ΚΠολΔ, ως αυτή προστέθηκε με το Ν. 4335/2015. Στο οικείο σημείο προσήκουν μονάχα δύο παρατηρήσεις. Πρώτον, η απόφαση εκδίδεται «με την επιφύλαξη της παρ. 8» (διαταγή αποδείξεων στη νέα τακτική διαδικασία – βλ. κατωτέρω). Δεύτερον, με το Ν. 4842/2021 τροποποιήθηκαν και τα αρ. 307 και 308 ΚΠολΔ που εφαρμόζονται γενικά στις δικαστικές αποφάσεις οποιασδήποτε δικαιοδοσίας (αμφισβητούμενη – εκούσια) ή διαδικασίας.

Πώς διατάσσονται αποδείξεις στη νέα τακτική διαδικασία – αρ. 237, §§ 8, 9 ΚΠολΔ

Στη νέα τακτική διαδικασία, όπως αυτή διαμορφώθηκε με το Ν. 4335/2015, αποδείξεις μπορούσαν να διαταχθούν αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (αρ. 107 ΚΠολΔ) ως εξής:

Για την εξέταση μάρτυρα, αν αυτή ήταν απολύτως αναγκαία, μπορούσε να εκδοθεί απλή διάταξη του προέδρου επί πολυμελούς πρωτοδικείου ή του δικαστή της υπόθεσης επί μονομελούς πρωτοδικείου και ειρηνοδικείου που όριζε επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο προς εξέταση ενός μάρτυρα από αυτούς που έδωσαν ένορκη βεβαίωση ή, εν τη απουσία αυτών, από τους προτεινόμενους από κάθε διάδικο (αρ. 237, § 6 ΚΠολΔ). Η διάταξη καθόριζε το περιεχόμενο και τη δημοσίευση της διαταγής, καθώς και την διαδικασία εξέτασης του μάρτυρα40.

Για οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο (εξέταση διαδίκων, αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη), αλλά και για την εξέταση μαρτύρων αν αυτή ήταν να διενεργηθεί uno actu με κάποιο άλλο μέσο (π.χ. πραγματογνωμοσύνη) έπρεπε να εκδοθεί μη οριστική απόφαση που διέτασσε επανάληψη της συζήτησης, κατ’ αρ. 254 ΚΠολΔ.

Καθαρά για λόγους οικονομίας της δίκης, ο νομοθέτης του Ν. 4842/2021 επέλεξε την ως άνω «διάταξη» ως τη μοναδική οδό για τη διαταγή αποδείξεων στη νέα τακτική διαδικασία, τροποποιώντας παράλληλα και το αρ. 254 ΚΠολΔ. Έτσι, από 03.01.2022, ακόμα και για τις εκκρεμείς υποθέσεις, η πρακτικώς σημαντική πραγματογνωμοσύνη δεν θα διατάσσεται με μη οριστική απόφαση. Η διάταξη αυτή εκδίδεται από το δικαστήριο (και όχι μόνο από τον πρόεδρο του επί πολυμελούς σύνθεσης, άρα θα γίνεται διάσκεψη) και καταχωρίζεται σε ειδικό βιβλίο (το οποίο μπορεί τα τηρείται ηλεκτρονικά – πρακτικά μόνο στα δικαστήρια που έχουν ενταχθεί στο ΟΣΔΔΥ). Η καταχώρηση επέχει θέση κλήτευσης στη μετ’ επανάληψη για τη διενέργεια αποδείξεων (ή κατόπιν αυτών) συζήτηση. Η διάταξη περιέχει όλα τα αναγκαία και σχετικά με το εκάστοτε αποδεικτικό μέσο στοιχεία (π.χ. τα ερωτήματα που πρέπει να απαντήσει ο πραγματογνώμονας – βλ. εδ. ε’), ενώ ανακαλείται είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά από αίτηση των διαδίκων.

Μετά την εξέταση των μαρτύρων ή των διαδίκων, τη κατάθεση της έκθεσης αυτοψίας ή πραγματογνωμοσύνης, η επαναλαμβανόμενη συζήτηση θεωρείται, κατά δικαιϊκό πλάσμα, συντελεσμένη. Δεν απαιτείται λοιπόν κλήση προς συζήτηση. Κατά τη § 9, «μέσα σε οκτώ (8) εργάσιμες ημέρες από την εξέταση των μαρτύρων ή των διαδίκων ή τη διενέργεια της αυτοψίας ή της πραγματογνωμοσύνης οι διάδικοι δικαιούνται με προσθήκη να προβούν μόνο σε αξιολόγηση των αποδείξεων αυτών.». Συνεπώς, δεν μπορούν να προταθούν νέοι ισχυρισμοί ή να προσαχθούν νέα αποδεικτικά μέσα.

Αναμφίβολα, η νέα ρύθμιση θα επιταχύνει τις δίκες όπου ανακύπτει ανάγκη διενέργειας αποδείξεων και είναι εναρμονισμένη προς το γενικότερο πνεύμα της νέας τακτικής διαδικασίας. Το μόρφωμα της «διάταξης» θέτει ορισμένα δογματικά και πρακτικά ζητήματα επί τάπητος, τα οποίος όμως εν πολλοίς έχουν τύχει επεξεργασίας υπό τη § 6 του αρ. 23741, ως ίσχυε προ του Ν. 4842/2021.

Λοιπά διαδικαστικά ζητήματα – αρ. 237, §§ 10, 11, 12, 13 ΚΠολΔ

Οι ως άνω παράγραφοι συνιστούν απλώς αναρίθμηση των §§ 8, 9, 10, 11, όπως αυτές προστέθηκαν με το Ν. 4335/2015.

Οι τροποποιήσεις του αρ. 238 ΚΠολΔ

Η νέα τακτική διαδικασία ερείδεται επί δύο άρθρων – κορμών, τα 237 και 238 ΚΠολΔ. Το αρ. 238 ΚΠολΔ είναι εξίσου σημαντικό καθόσον ρυθμίζει τα ζητήματα που ανάγονται στη συμμετοχή τρίτων προσώπων στη δίκη, αλλά και ορισμένων συνεχόμενων με την αγωγή διαδικαστικών πράξεων (άσκηση ανταγωγής), εξειδικεύοντας τις ρυθμίσεις του αρ. 237 ΚΠολΔ. Με το Ν. 4842/2021 επήλθαν τροποποιήσεις και στο εν λόγω άρθρο, κυρίως προς την κατεύθυνση της εναρμόνισης του προς τις αλλαγές του αρ. 237 ΚΠολΔ. Εξ απόψεως διαχρονικού δικαίου, το νέο αρ. 238 ΚΠολΔ εφαρμόζεται μονάχα σε ένδικα βοηθήματα (π.χ. παρεμβάσεις) που κατατίθενται μετά την 01.01.2022. Οι κυριότερες τροποποιήσεις του άρθρου είναι οι κάτωθι.

Συμπερίληψη παρεμπίπτουσων αγωγών στη § 1 του αρ. 238 ΚΠολΔ. Παρότι γίνεται δεκτό πως οι αυτοτελείς παρεμπίπτουσες αγωγές (π.χ. με αίτημα ανατοκισμού) ασκούνται ως τη συζήτηση της αγωγής, δεν γινόταν μνεία του εν λόγω ενδίκου βοηθήματος στο αρ. 238 ΚΠολΔ. Έτσι, παρατηρούνταν στη πράξη ερμηνευτικά προβλήματα42. Για τις μη αυτοτελείς αγωγές δεν καταλείπονται αμφιβολίες δεδομένης της § 2 του αρ. 283 ΚΠολΔ που επιτρέπει την άσκηση τους σε κάθε στάση της δίκης, ακόμα και ενώπιον του Εφετείου. Σε κάθε περίπτωση, υπό το κράτος του Ν. 4335/2015 γινόταν δεκτό43 πως το αρ. 238 ΚΠολΔ καταλάμβάνει αμφότερα τα είδη των παρεμπίπτουσων αγωγών, επομένως η άσκηση τους έπρεπε να λάβει χώρα εντός της προθεσμίας της § 1 και η κατάθεση προτάσεων εντός των χρονικών ορίων του αρ. 237, §§ 1, 2 ΚΠολΔ. Τη θέση αυτή συμμερίστηκε και ο δικονομικός νομοθέτης, προσθέτοντας πλέον ρητά τις παρεμπίπτουσες αγωγές στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής της εδώ εξεταζόμενης διάταξης.

Προθεσμία κατάθεσης προτάσεων επί των ενδίκων βοηθημάτων της § 1. Υπό το Ν. 4335/2015, αν μία αναγκαστική παρέμβαση επιδιδόταν στον καθ’ ου η παρέμβαση κατά την 90στη ημέρα, αυτός θα είχε την ασφυκτική προθεσμία των μόλις 10 ημερών για να καταθέσει προτάσεις. Διορθώνοντας αυτό το «κακώς κείμενο44», ο δικονομικός νομοθέτης αύξησε τη προθεσμία κατάθεσης προτάσεων σε 120 μέρες από την κατάθεση της κύριας αγωγής και σε 180 ημέρες από την κατάθεση της αγωγής για τον αλλοδαπό εναγόμενο ή τον ομόδικο του. Ο ρητός πλέον υπολογισμός της ως άνω προθεσμίας με χρονική αφετηρία τη κατάθεση της κύριας αγωγής έλυσε τη διχογνωμία45 που είχε ανακύψει εξαιτίας της σιωπής της προγενέστερης διάταξης.

Πάντως, κατά τη γνώμη μου, η χρονική αφετηρία τόσο για την την άσκηση των δικογράφων της § 1 του αρ. 238 ΚΠολΔ, όσο και για τη κατάθεση προτάσεων, θα έπρεπε να είναι η λήξη της προθεσμίας επίδοσης της κύριας αγωγής στον εναγόμενο. Και τούτο διότι προ της επίδοσης ο εναγόμενος δεν γνωρίζει την ασκηθείσα σε βάρος του αγωγή, ώστε να αξιολογήσει αν θα περάσει στην αντεπίθεση δια ανταγωγής, ούτε φυσικά και μπορεί να ειδοποιήσει τον ενδιαφερόμενο σε άσκηση παρέμβασης τρίτο ή να προσεπικαλέσει τον δικονομικό του εγγυητή. Βέβαια, η θέση αυτή δεν είναι απροσμάχητη, αφού δύναται να προκαλέσει εσωτερικούς τριγμούς στο οικοδόμημα της τακτικής διαδικασίας, ιδίως στην εφαρμογή του αρ. 237, § 6 ΚΠολΔ.

Συμπεράσματα – επιλογικές σκέψεις

Η σκιαγράφηση της φυσιογνωμίας των νέων ρυθμίσεων, εν αναμονή και της νομολογιακής τους εφαρμογής, κατέδειξε πως πράγματι βρισκόμαστε προς ενός εκτενούς “bug fixing” των προβληματικών σημείων του Ν. 4335/2015. Πρόκειται περί διορθωτικών παρεμβάσεων που στη συντριπτική τους πλειοψηφία προήλθαν κατόπιν παραδοχής μίας ήδη υποστηριζόμενης άποψης είτε στη θεωρία είτε στη νομολογία. Συνάμα, προς απογοήτευση των νοσταλγών της επ’ ακροατηρίω συζήτησης, επιβεβαιώενται εναργώς η πίστη του δικονομικού νομοθέτη στο μόρφωμα της νέας τακτικής διαδικασίας, το οποίο ήρθε για να μείνει. Εξ ‘ου και η τροποποίηση των διατάξεων περί μικροδιαφορών (αρ. 468 και 469 ΚΠολΔ) κατά το πρότυπο της τακτικής διαδικασίας του Ν. 4335/2015. Ωστόσο, διαφαίνεται και το καλώς νοούμενο πείσμα του νομοθέτη για μία αποτελεσματική τακτική διαδικασία, ευέλικτη, αλλά όχι πλήρως αποστεωμένη από τα εχέγγυα μίας ορθής δικαστικής διάγνωσης της διαφοράς και σύμφωνη με τις επιταγές του ενωσιακού δικαίου.

Οι νέες ρυθμίσεις επιδέχονται περαιτέρω νομοτεχνικών βελτιώσεων, όπως επισημάνθηκε στα οικεία σημεία ανωτέρω. Ας μου επιτραπεί πάραυτα η πρόβλεψη πως ο Ν. 4842/2021 θα έχει ένα θετικό αποτύπωμα στη νέα τακτική διαδικασία. Βέβαια, το θέμα εν τέλει δεν είναι η επιτάχυνση της πολιτικής δίκης. Αυτή δεν εξασφαλίζεται δια της πανάκειας των συναπτών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ. Το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο και ανάγεται στην επιταγή του Οράτιου Νέλσωνα στη ναυμαχία του Τραφάλγκαρ (1805), “England expects every man to do his duty”. Έτσι και ο κάθε παράγοντας της πολιτικής δικαιοσύνης πρέπει να κάνει το καθήκον του: ο δικηγόρος να μη θάβει το δικαστή με τόνους ανούσιων δικογράφων, ο διάδικος να ανακαλύψει τη διαμεσολάβηση, ο δικαστής να δουλεύει και τη νύχτα για να δημοσιεύει αποφάσεις, ο δικαστικός υπάλληλος να εκπληρώνει τα καθήκοντα του και ο Υπουργός Δικαιοσύνης να εξασφαλίζει πόρους και υποδομές. Οι τροποποιήσεις του ΚΠολΔ δεν είναι παρά ημίμετρα για την επίτευξη του στόχου μίας πραγματικά ταχείας πολιτικής δίκης.


Βιβλιογραφικά δεδομένα λήφθηκαν υπόψη έως 31.12.2021.

Το παρόν συνιστά έργο υπό την έννοια του άρθρου 2 του Νόμου 2121/1993 (όπως αυτός έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα), με δημιουργό αυτού τον Αναστάσιο Δ. Καρδαμάκη, ο οποίος και διατηρεί τα αποκλειστικά δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας επί αυτού. Τυχόν παραβίαση των δικαιωμάτων αυτών με οποιονδήποτε τρόπο συνεπάγεται τις ευθύνες και επισύρει τις ποινές που ορίζει ο νόμος.


Υποσημειώσεις

  1. Στίχος του Φίλιππου Γράψα από το τραγούδι «Τα Λαδάδικα», σε μουσική Μάριου Τόκα και ερμηνεία Δημήτρη Μητροπάνου.
  2. Βλ. σ. 76 αυτής, όπου διαλαμβάνεται ότι «το προτεινόμενο σχέδιο νόμου αποσκοπεί στην ουσιαστική βελτίωση της ποιότητας του συστήματος απονομής δικαιοσύνης στη χώρα μας. Ο σκοπός αυτός θα επιτευχθεί μέσω της εύρυθμης λειτουργίας της πολιτικής δίκης με την εφαρμογή και χρήση των σύγχρονων τεχνολογιών. Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις απορρέουν κυρίως από την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της νομοθετικής μεταρρύθμισης που επέφερε ο ν. 4335/2015 (Α’ 87) στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ) και εφαρμόζεται ήδη από την 1η.1.2016.» και σ. 77, όπου παρατίθενται στατιστικά στοιχεία από τα μεγάλα Πρωτοδικεία και Ειρηνοδικεία της χώρας που, κατά τους συντάκτες της έκθεσης, καταδεικνύουν ότι «κατά την τριετία 2016-2018, ο μέσος όρος του απαιτούμενου χρονικού διαστήματος για την έκδοση της απόφασης στα Πρωτοδικεία μειώθηκε σε σχέση με το απαιτούμενο χρονικό διάστημα πριν από την έναρξη ισχύος του (ενν. του Ν. 4335/2015).»
  3. ΠΠΠειρ 1870/2022, sakkoulas-online = ΤΝΠ NOMOS.
  4. Βλ. ΕφΑθ 1977/2022, sakkoulas.online = ΤΝΠ QUALEX, («Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 254 παρ. 1 εδ. α’ έως γ’ ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο συζήτησης της ένδικης υπόθεσης [διάταξη η οποία είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμοστέα, δοθέντος ότι οι τροποποιήσεις που επήλθαν σ’ αυτήν με τον ν. 4842/2021 δεν έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 116 παρ. 1 περ. β’ εδ. α’ και 120 εδ. β’ του εν λόγω νόμου, στην υπό κρίση υπόθεση, αφού η τελευταία κατά την 1.1.2022 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του ως άνω νόμου) δεν ήταν εκκρεμής]»), ΜΠΗλ 132/2022, ΜΠΠατρ 78/2022, αμφότερες σε ΤΝΠ NOMOS (ομοίως, συνεχόμενες με το διαχρονικό δίκαιο του άρ. 254 ΚΠολΔ), ΜΠΛαμ 73/2022, ΤΝΠ QUALEX (αναφορικά με το παραδεκτό των ενόρκων βεβαιώσεων).
  5. Βλ. αναλυτικά σχόλιο Α. Καρδαμάκη υπό την ΕφΠατρ 150/2022, ΝοΒ 2022.1313 – 1314.
  6. ΑΠ 1081/2014, www.areiospagos.gr, ΑΠ 1266/2010, www.areiospagos.gr, ΑΠ 1954/2007, www.areiospagos.gr.
  7. Για το ευκταίο της νομοθετικής επίλυσης ενός ζητήματος, για το οποίο τα δικαστήρια της ουσίας έχουν ήδη υιοθετήσει ποικίλες προσεγγίσεις βλ. Π. Γιαννόπουλο, Ερμηνευτικά προβλήματα και αλληλεπίδραση της νέας τακτικής διαδικασίας με τον Κανονισμό 1393/2007, 2018, σ. 53 – 54.
  8. Βλ. ΑΠ 1405/2019, ΕλλΔνη 4/2020 με σχόλιο Σ. Πανταζόπουλου, σελ. 1065 – 1070, η οποία όμως ασχολήθηκε με τις ουσιαστικές συνέπειες που προσδίδονται στην επίδοση της αγωγής, ΕφΔωδ. 263/2018, ΤΝΠ NOMOS, ΠΠθεσ. 2162/2021, Αρμ. 4/2021 με σχόλιο Ι. Ρεβολίδη, σελ. 629 – 635, ΠΠΑθ 2565/2020, Αρμ. 4/2021, σελ. 624 – 629, ΜΠΘεσ. 9383/2018, ΕλλΔνη 2019, σελ. 1687 = Αρμ 2021, σελ. 824, ΜΠΘεσ. 1855/2018, ΕΠολΔ 2018, σελ. 168 = ΤΝΠ NOMOS, ΠΠΘεσ. 14755/2017, ΕΠολΔ 2018, σελ. 174 = ΤΝΠ NOMOS. Γενικά, γίνεται μία διάκριση μεταξύ πλασματικής επίδοσης που αρκεί για να θεωρηθεί η αγωγή ασκηθείσα (και να αναπτύξει δικονομικές και ουσιαστικές συνέπειες) για τον ενάγοντα και πραγματικής επίδοσης που είναι κρίσιμη για τη προσήκουσα παράσταση του εναγομένου στη συζήτηση. Ειδικά πρέπει να επικροτηθεί η ΠΠΑθ 2565/2020 για την υποδειγματική τεκμηρίωση της εκεί γενόμενης δεκτής λύσης με βάση το ενωσιακό δίκαιο (εφαρμοστέος ήταν ο Καν. 1393/2007).
  9. Για μία συνοππτική παρουσίαση όλων των υποστηριζόμενων απόψεων, βλ. Κ. Μακρίδου, Τακτική διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, 2019, σελ. 24 – 27.
  10. Η μεσολάβηση των εθνικών αρχών είναι η πηγή του εδώ αναπτυσσόμενου προβλήματος. Όταν επιλέγονται άλλοι, προβλεπόμενοι είτε από τη Σύμβαση της Χάγης του 1965, είτε από τον Κανονισμό 1393/2007, τρόποι επίδοσης συνήθως δεν τίθεται ζήτημα έγκαιρης, πραγματικής επίδοσης. Έτσι, η ταχυδρομική επίδοση με συστημμένο courier ή η απευθείας επίδοση δια όργανων επιδόσης (δικαστικοί επιμελητές) στο κράτος παραλαβής είναι σίγουρα λιγότερο χρονοβόρες. Αντίθετα, όταν εμπλέκονται εθνικές αρχές διαβίβασης και παραλαβής των δικογράφων οι 60 ημέρες σχεδόν ποτέ δεν επαρκούν. Ο ενάγων μπορεί να είναι επιμελής, αλλά οι ενέργειες των ανωτέρω αρχών εκφεύγουν του εξουσιαστικού του χώρου.
  11. Βλ. ΜΠΘεσ. 10288/2019, ΕλλΔνη 6/2019, σελ. 1689 – 1691, η οποία κύρηξε απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς ορισμένο ομόδικο γιατί δεν είχε προσκομιστεί αποδεικτικό επίδοσης για αυτόν. Αντίθετα, η ΜΠΘεσ. 1852/2018, ΕΠολΔ 2018 με αντίθετο σχόλιο Άνθιμου, σελ. 87 επί παρόμοιου ιστορικού έκρινε την αγωγή ως μη ασκηθείσα. Για την προσκομιδή του αποδεικτικού μπορεί να επιστρατευτεί το αρ. 227 ΚΠολΔ (έτσι ΠΠΑμαλ. 6/2019, ΕΠολΔ 4/2020 με σχόλιο Α.Μ. Ιωαννίδη, σελ. 414 – 423)
  12. Βλ. κατωτέρω.
  13. Βλ. την αιτιολογική έκθεση του νόμου, σελ. 87.
  14. Ν. Κλαμαρής, Η Νέα Τακτική Διαδικασία υπό το πρίσμα των Θεμελιωδών Αρχών της Πολιτικής Δίκης – Η προβολή των ισχυρισμών σε συλλογικό έργο Ένωση Ελλήνων Δικονομολόγων, Η νέα τακτική διαδικασία, 2018, υποσ. 23, σελ. 97, Ν. Βόκας, Εισήγηση για την εφαρμογή του Ν. 4335/15 στην τακτική διαδικασία, Αρμ. 1/2016, σελ. 18, Σ. Γεωργουλέας, Η τακτική διαδικασία υπό τις νέες διατάξεις του ΚΠολΔ (ν. 4335/2015): δογµατικά-θεωρητικά ζητήµατα, προβλήµατα εφαρµογής στη δικαστηριακή πράξη και προτεινόµενες λύσεις, ΕΠολΔ 5-6/2016, σελ. 494.
  15. ΔιοικΟλΑΠ 11/2014, ΕΠολΔ 2014, σελ. 162 επ.
  16. Ι. Μαντζουράνης, Πρότυπα πολιτικής δίκης και μοντέλα οργάνωσης της Δικαιοσύνης. Συγχρόνως παρουσίαση μιας πρόσφατης έρευνας της Εταιρείας Δικαστικών Μελετών, ΕΠολΔ 4/2016, σελ. 364
  17. Βλ. και Π. Αρβανιτάκη σε Π. Αρβανιτάκης/Ε. Βασιλακάκης, Κανονισμός (ΕΚ) 1393/2007 (Κανονισμός Επιδόσεων), 2018, σελ. 132 – 133, όπου προτείνεται η τελεολογική (με βάση τους σκοπούς του ενωσιακού δικαίου) ερμηνεία του αρ. 237 ΚΠολΔ, ώστε η προθεσμία κατάθεσης προτάσεων να υπολογίζεται με αφετηρία τη πραγματική επίδοση στον εναγόμενο που κατοικεί σε κράτος – μέλος της Ε.Ε.. Υπέρ της εναρμονισμένης ερμηνείας, σύμφωνα με το υπερέχον του εθνικού ενωσιακό δίκαιο, των αρ. 237 και 238 ΚΠολΔ και η Π. Γέσιου – Φαλτσή, Ο ν. 4335/2015 (αρ. 215, παρ. 2) απέναντι στου Καν. 1393/2007 (άρθρα 9 και 19) και 1215/2012 (άρθρο 45, παρ. 1β), ΕλλΔνη 6/2019, σελ. 1604 – 1606. Η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση μπορεί ευχερώς να γίνει δεκτή και για τη Σύμβαση της Χάγης, δεδομένης της απορρέουσας από το αρ. 28 Σ. υπεροχής της.
  18. ΕφΛαρ 5/2020, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΠειρ 393/2020, ΤΝΠ NOMOS, ΕφΠειρ 381/2018, http://www.protodikeio-peir.gr, ΕφΑθ 1953/2017, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 2480/2016, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΜΠΑθ 8732/2021 (αδημ.), ΠΠΠατρ 503/2019, ΤΝΠ NOMOS, ΜΠΘεσ 6180/2019, ΜΠΑθ 209/2019, ΤΝΠ NOMOS, ΜΠΠειρ 1325/2017, ΕλλΔνη 2018, σελ. 857 = ΤΝΠ NOMOS, ΕιρΛαμ. 48/2021, ΤΝΠ NOMOS.
  19. ΠΠΠατρ. 142/2021, ΤΝΠ NOMOS, ΜΠΘεσ. 5782/2019, ΤΝΠ NOMOS, ΜΠΑθ. 620/2019, ΤΝΠ NOMOS, ΠΠΡοδόπης 18/2017, ΤΝΠ NOMOS, ΠΠΘεσ. 3074/2017, ΕΕΜΠΔ 2018, σελ. 309 = ΤΝΠ NOMOS, ΜΠΑθ. 853/2017, ΤΝΠ NOMOS, ΠΠΚαλ. 51/2016, ΕΠολΔ 2/2017, σελ. 186 = ΤΝΠ NOMOS
  20. Να σημειωθεί πως με το Ν. 4842/2021 (αρ. 10) προστέθηκε στο αρ. 227 ΚΠολΔ η δυνατότητα πρόσκλησης του διαδίκου με αποστολή από τον γραμματέα ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του διαδίκου (ή συνηθέστερα του παριστάμενου δικηγόρου)
  21. Πάντως το τι συνιστά τυπική παράλειψη και τι όχι διχάζει συχνά τη νομολογία. Πρόσφατα, έγινε νομολογιακά δεκτό πως η μη προσκομιδή του εντύπου ενημέρωσης περί της δυνατότητας επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση του αρ. 3, § 2, Ν. 4640/2019 μπορεί να θεραπευτεί με μεταγενέστερη προσκομιδή του, ύστερα από πρόσκληση του δικαστηρίου κατ’ αρ. 227 ΚΠολΔ (ΜΠΚαβ. 70/2021, http://www.sakkoulas-online.gr = ΤΝΠ NOMOS).Έτσι και ΜΠΒολ 27/2021, Αρμ. 11/2021, σελ. 1842. Αντίθετες οι ΜΠΠειρ 2201/2021, http://www.protodikeio-peir.gr, ΠΠΛαμ. 9/2021 (με μειοψηφία Πρωτοδίκη – μέλους της σ΄ύνθεσης υπέρ της εφαρμογής του αρ. 227 ΚΠολΔ), http://www.sakkoulas-online.gr, ΕιρΠατρ. 78/2021, ΤΝΠ NOMOS
  22. Διαδικαστική πράξη είναι και η άσκηση της αγωγής, άρα η οριστική απόφαση μπορεί μόνο να αποφανθεί πως δεν υπάρχει έγκυρα ανοιγμένη δίκη, αφού ο ενάγων δεν κατέστη με το άκυρο δικόγραφο της αγωγής διάδικος. Αν τα πληρεξούσια έγγραφα δεν προσκόμισε ο εναγόμενος, τότε είναι άκυρη η διαδικαστική πράξη της κατάθεσης προτάσεων και άρα συνάγεται η ερημοδικία του.
  23. ΕφΠειρ 56/2016, ΤΝΠ NOMOS, ΕφΠειρ 636/2015, ΤΝΠ NOMOS
  24. Μ. Μαργαρίτης / Α. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Τόμος Ι, 2018, 2η εκδ., σελ. 103
  25. ΕφΠειρ 59/2016, ΤΝΠ NOMOS, ΕφΠατρών 43/2009, ΑχΝομ 2010, σελ. 41, ΕφΚρ 502/1991, Αρμ. 1992, σελ. 743
  26. ΕφΑθ 4322/1995, ΕλλΔνη 1996, σελ. 1185 με παρατηρήσεις Σ. Σταματόπουλου
  27. ΠΠΠατρών 169/2020, ΕλλΔνη 3/2020, σελ. 834 – 835 (όπου επισημαίνεται επίσης πως «Στη  περίπτωση δε που η αγωγή είχε ασκηθεί με την παλαιά τακτική διαδικασία – η αγωγή, εν προκειμένω, είχε κατατεθεί το 2015 – και επ’ αυτής εκδόθηκε οριστική απόφαση λόγω αναρμοδιότητας, η κλήση με την οποία εισάγεται προς συζήτηση η αγωγή δικάζεται κατά την νέα τακτική διαδικασία καθώς, όπως προαναφέρθηκε, συζήτηση θεωρείται αυτή που διεξάγεται στο αρμόδιο δικαστήριο.»), ΔιοικΟλομΠΧαλκ 2/2019, ΕλλΔνη 1/2019, σελ. 180 – 190, με εύστοχες παρατηρήσεις Α. Αλαπάντα και Α. Πανταζόπουλου
  28. Η δικονομική μεταχείριση της αντίστροφης περίπτωσης, δηλ. όταν μία αγωγή εισάγεται να συζητηθεί με την τακτική διαδικασία ενώ η προσήκουσα είναι κάποια εδική, παρίσταται ευχερέστερη. Το δικαστήριο θα εκδώσει μη οριστική απόφαση, αναβάλλοντας την έκδοση απόφασης και θα παραπέμψει την υπόθεση προς συζήτηση κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία, όπου και θα εισαχθεί στη συνέχεια με κλήση. Στη νέα συζήτηση οι προτάσεις θα κατατεθούν επί της έδρας σύμφωνα με το αρ. 591 ΚΠολΔ
  29. Συγκεκριμένα, α) η απόρριψη της αγωγής, β) η διακράτηση της υπόθεσης προς εκδίκαση κατά τη προσήουσα νέα τακτική διαδικασία και γ) η παραπομπή της εισαχθείσας, κατά ορισμένη ειδική διαδικασία, υπόθεσης προς εκδίκαση με τη νέα τακτική διαδικασία, με μη οριστική απόφαση του δικαστηρίου. Για μία κριτική παρουσίαση αυτών βλ. Κ. Μακρίδου, Ειδικές διαδικασίες στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, μετά το Ν. 4335/2015 (2017), σελ.11 – 16
  30. ΜΠΛαρ 55/2019, ΑΡΜ. 2019, σελ. 546 = ΤΝΠ NOMOS, ΜΠΠειρ 1593/2019, ΕλλΔνη 2019, σελ. 875 = ΤΝΠ NOMOS, ΜΠΘεσ 1295/2018, ΕλλΔνη 2018, σελ 850 = ΤΝΠ NOMOS, ΠΠΘεσ 12935/2017, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ = ΝοΒ 2017, σελ. 2077 επ.. = ΤΝΠ NOMOS
  31. Βλ. Ε. Κώνστα, Οι ειδικές διαδικασίες μετά την εφαρμογή του Ν. 4335/2015 – Πρακτικά ζητήματα, Εισήγηση σε σεμινάριο ΕΣΔΙ, 2020, ευρισκόμενη σε https://www.esdi.gr/nex/images/stories/pdf/epimorfosi/2020/konsta_2020.pdf, επίσκεψη στις 30.12.2021, σελ. 18 – 19, Κ. Μακρίδου, Ειδικές διαδικασίες στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μετά το ν. 4335/ 2015, σ. 14- 16, Π. Γιαννόπουλο, Οι ειδικές διαδικασίες του ΚΠολΔ μετά το ν. 4335/ 2015 ΕΠολΔ 2015., σελ. 453 επ., Δ. Μπαμπινιώτη, Η ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατά τον νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ΕΠολΔ 2014, σελ. 222 επ.
  32. ΠΠΘεσ 12935/2017, ο.π. σημ. 27
  33. ΠΠΘεσ 12935/2017, ο.π. σημ. 27
  34. Έτσι, Α. Αλαπάντας και Α. Πανταζόπουλος, ο.π., με τις εκεί παραπομπές σε θεωρία και νομολογία
  35. Γ. Διαμαντόπουλος, Αστικό δικονομικό δίκαιο και νομολογιακό γίγνεσθαι, 2019, σελ. 99 – 100, Α. Πανταζόπουλος, Οι τροποποιήσεις στο συγκεντρωτικό σύστημα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με τον ν. 4335/2015, ΕλλΔνη 1/2016, σελ. 93 – 101, Κ. Καλαβρός, Εισαγωγή – Η φυσιογνωμία των νέων ρυθμίσεων, ΕΠολΔ 2/2014, σελ. 172
  36. ΔιοικΟλΑΠ 11/2014, ΕΠολΔ 2014, σελ. 163
  37. Βλ. σελ. 89 της αιτιολογικής έκθεσης
  38. Βλ. ΠΠΑθ 3909/2018, ΤΝΠ NOMOS, που απέρριψε το σχετικό αίτημα κατά το αρ. 232 ΚΠολΔ περί προσαγωγής εγγράφων ως απαράδεκτο ελλείψει εννόμου συμφέροντος του αιτούντος. Η διάταξη αποσκοπεί στην εκμετάλλευση κενού δικονομικού χρόνου και στη προετοιμασία της συζήτησης, εξ ‘ου και πρότυπο της ήταν η ρύθμιση του αρ. 142 του γερμανικού ZPO (Anordnung der Urkundenvorlegung)
  39. Έτσι και Ι. Δεληκωστόπουλος σε σχόλιο υπό τη ΜΠθεσ 1950/2018, ΕλλΔνη 6/2018, σελ. 1781 επ.
  40. Για μία πλήρη επισκόπηση της διάταξης και ανάπτυξη των πρακτικών ζητημάτων που θέτει βλ. Σ. Πανταζόπουλο, Οι διατάξεις των αρθρων 237§6 και 254 ΚΠολΔ για διαταγή και απόφαση επανάληψη συζήτησης, υπό το πρίσμα των δικονομικών αρχών των άρθρων 107 και 116 § 2 ΚΠολΔ, ΕλλΔνη 6/2017, σελ 1626 – 1643
  41. Βλ. Σ. Πανταζόπουλο, ο.π., ΠΠΑμαλ 6/2018, ΕλλΔνη 6/2018, σελ. 1769 – 1770, ΠΠΚαλ 51/2016, ΕΠολΔ 2/2017 με σχόλιο Π. Γιαννόπουλου, σελ. 186 – 191 = ΤΝΠ NOMOS, ΕιρΠαγγαίου 37/2018, ΤΝΠ NOMOS
  42. Πρβλ. Κ. Μακρίδου, Τακτική διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, 2019, σελ. 131 και 231
  43. ΜΠΚατ 226/2018, http://www.sakkoulas-online.gr, η οποία δέχτηκε πως η διάταξη του αρ. 238 ΚΠολΔ είναι ειδικότερη εκείνης του αρ. 283 ΚΠολΔ
  44. Για τα προβλήματα της προϋφιστάμενης ρύθμισης σε συνάρτηση ειδικά με το δικαίωμα ακροάσεως του τρίτου βλ. Ι Μαντζουράνη, Οι θεμελιώδεις δικονομικές αρχές υπό επαναξιολόγηση, 2019, σελ. 95 – 96
  45. Βλ. Ν. Νίκα, Πολιτική δικονομία, τόμ. 1, 2η έκδ., 2020, σελ. 442 – 443, ο οποίος για την πρόσθετη παρέμβαση (και για τα λοιπά βοηθήματα του αρ. 238 ΚΠολΔ) υποστηρίζει πως η προθεσμία κατάθεσης προτάσεων πρέπει να εκληφθεί αυτοτελώς και όχι με αφετηρία τη κύρια αγωγή. Αντίθετοι οι Κ. Μακρίδου/Χ. Απαλαγάκη/Γ. Διαμαντόπουλος, Πολιτική Δικονομία, 2η έκδ., 2018, σελ. 15 – 16

Leave a Reply