Περιεχόμενα
- I. Εισαγωγή
- ΙΙ. Η θέση της νομολογίας
- ΙΙΙ. Οι απόψεις της θεωρίας
- IV. Η δική μας γνώμη
- V. Οι πιθανές λύσεις
Ι. Εισαγωγή
Κατά το “one ring to rule them all” του J.R.R. Tolkien (Lord of the Rings), την περασμένη εβδομάδα διαπιστώσαμε την αξία του “one judgement to scare them all“: ο λόγος για την υπ’ αριθμ. 762/2022 απόφαση του Α1′ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου (ΤΝΠ NOMOS = ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ = sakkoulas-online), η οποία, στην μείζονα σκέψη της, κλίνει υπέρ της ερμηνευτικής εκδοχής ότι οι καταχρηστικές προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων (εν προκειμένω, εκείνη της αναίρεσης) δεν καταλαμβάνονται από την αυτοδίκαιη αναστολή νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών, για όσο χρονικό διάστημα τα δικαστικά καταστήματα της χώρας δεν λειτουργούσαν ένεκα της πανδημίας Covid – 19. Η εν λόγω ρύθμιση, απότοκο των εκτάκτου χαρακτήρα μέτρων για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας στον χώρο της πολιτικής δικαιοσύνης, προβλέπεται στο αρ. 74 § 1 Ν. 4690/2020 («πρώτο lockdown»), ενώ επαναλαμβάνει αυτούσια και στον νεότερο Ν. 4790/2021 (αρ. 83 § 1 περ. α’) («δεύτερο lockdown»).
Όπως αναμενόταν, η απόφαση συνάντησε έντονες επιφυλάξεις (ως και αποδοκιμασίες) από τον νομικό κόσμο της χώρας, ενώ στις 5.7.2022 τοποθετήθηκε επί του ζητήματος και η Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων (βλ. εδώ), ζητώντας την άμεση παρέμβαση του νομοθέτη. Είναι αυτονόητο ότι η δικαιοδοτική κρίση της ΑΠ 762/2022 δεν αναπτύσσει δεσμευτική ισχύ πέραν των διαδίκων της εκεί κριθείσας υπόθεσης. Ωστόσο, ερωτάται αν η νομική θέση που προκρίθηκε δύναται να επηρεάσει άλλες συνθέσεις Τμημάτων του Ακυρωτικού ή των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων της ουσίας, επισύροντας το απαράδεκτο ενδίκων μέσω λόγω απώλειας της (μη ανασταλείσας) καταχρηστικής προθεσμίας. Και τούτο ενόψει του γεγονότος ότι έχει ήδη ασκηθεί ικανός αριθμός ενδίκων μέσων (ιδίως εφέσεων) επί της παραδοχής ότι η αναστολή των Ν. 4690/2020 και Ν. 4790/2021 καταλαμβάνει (και) την ως άνω προθεσμία.
Στο παρόν άρθρο παρουσιάζεται, μέσα από την δημοσιευμένη νομολογία, η έως σήμερα θέση των δικαστηρίων επί του ζητήματος (υπό IΙ) και εν συνεχεία οι υποστηριχθείσες απόψεις εκπροσώπων της θεωρίας (υπό ΙΙI). Ύστερα, αναπτύσσεται η δική μας θέση επί της υπαγωγής ή μη των καταχρηστικών προθεσμιών ενδίκων μέσων στο ρυθμιστικό βεληνεκές των ανωτέρω νομοθετημάτων (υπό IV) και τέλος προτείνονται λύσεις προς άρση της υφιστάμενης διχοστασίας (υπό V).
ΙΙ. Η θέση της νομολογίας
ΙΙ.1 Οι αποφάσεις των τμημάτων του ΑΠ
Επί του υπό εξέταση ζητήματος έχουν τοποθετηθεί πλείστα εκ των πολιτικών τμημάτων του ΑΠ (Α1′, Β1′, Β2′). Η βασική διαφοροποίηση της προμνησθείσας ΑΠ 762/2022 σε σύγκριση με άλλες αποφάσεις του Ακυρωτικού έγκειται στην πληρότητα της μείζονας σκέψης της ειδικά ως προς το ζήτημα της (μη) αναστολής της καταχρηστικής προθεσμίας. Πράγματι, αφενός επιχειρείται μία δογματική θεμελίωση του μη ανασταλτικού αποτελέσματος στην γενική θεωρία περί καταχρηστικών προθεσμιών, αφετέρου διαλαμβάνεται τόσο γραμματική όσο και τελολογική ερμηνεία του αρ. 74 § 1 Ν. 4690/2020. Ειδικότερα, κατά την ΑΠ 762/2022:
«Η προθεσμία αυτή (ενν. η καταχρηστική προθεσμία άσκησης αναίρεσης) είναι ανελαστική και δεν είναι επιδεκτική αναστολής, ούτε διακοπής, παράτασής της ή επαναφοράς στην προτέρα κατάσταση, εν όψει του ότι η μεγάλη διάρκεια της προστατεύει και τα συμφέροντα των διαδίκων, αλλά τίθεται και προς εξυπηρέτηση γενικότερων συμφερόντων. Γίνεται δε παγίως δεκτό ότι ακόμη και αυτή η διάταξη του άρθρου 11 του ως άνω ν.δ. (ενν. το ν.δ. της 26.6/10.7.1994 του κώδικος περί δικών Δημοσίου) που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 50 παρ. 3 του ΕισΝΚΠολ και ορίζει την αναστολή των προθεσμιών σε βάρος του Δημοσίου καθ’ όλη τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών (1.7 έως 15.9) δεν ισχύει για την καταχρηστική προθεσμία των δύο ετών, η οποία εξακολουθεί να τρέχει (ΑΠ 666/2005, 1239-1240/1995, 1248-9/1995) και υπολογίζεται σ’ αυτήν το ως άνω χρονικό διάστημα. Κατά συνέπεια το άρθρο 74 παρ. 1 ν. 4690/2020 που ορίζει ότι το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020 έως 31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και ότι μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από το νόμο καθώς και ότι οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 ΚΠολΔ καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ενδίκων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται αν δεν παρέλθουν επί πλέον τριάντα ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους, δεν εφαρμόζεται στην καταχρηστική προθεσμία της άσκησης των ενδίκων μέσων και στην προκειμένη περίπτωση σ’ αυτήν της αναίρεσης. Τούτο ευχερώς συνάγεται όχι μόνον από τη γραμματική διατύπωση της ως άνω διάταξης η οποία απαριθμεί περιπτώσεις σύντομων προθεσμιών ενέργειας για την άσκηση των εκεί αναφερόμενων συγκεκριμένων διαδικαστικών πράξεων, αλλά και από την τελολογική της θεώρηση, ιδίως ως προς την πρόβλεψη της συμπλήρωσής τους αν δεν παρέλθει προθεσμία τριάντα ημερών από την προβλεπόμενη λήξη τους, κάτι που δεν εναρμονίζεται με τον καθορισμό μιας ανελαστικής καταχρηστικής προθεσμίας, στην οποίαν η αφετηρία και η λήξη της απαιτεί σταθερότητα.» (έμφαση δική μας).
Στον αντίποδα της ως άνω άποψης κινούνται οι ΑΠ 987/2022 (sakkoulas-online) (Β2′ Τμήμα) και ΑΠ 460/2022 (sakkoulas-online = ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ) (Β1′ Τμήμα), οι οποίες, άνευ ειδικότερης αιτιολογίας (πέραν δηλ. της παράθεσης των εφαρμοστέων διατάξεων στην μείζονα σκέψη τους), καταφάσκουν την κατάληψη και της καταχρηστικής προθεσμίας της αναίρεσης από την αναστολή δικονομικών προθεσμιών των Ν. 4690/2020 και Ν. 4790/2021. Ενδεικτικά, ακολουθεί το σχετικό χωρίο του δικανικού συλλογισμού της ΑΠ 987/2022:
«δεδομένου ότι από την επομένη της δημοσίευσης της με αριθ. …/29.11.2018 απόφασης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου (30.11.2018) άρχισε να τρέχει η ως άνω διετής καταχρηστική προθεσμία, η οποία, χωρίς την προσωρινή αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας, θα έληγε 30.11.2020, λόγω, όμως, της ως άνω αναστολής και του εξ αυτής μη υπολογισμού των χρονικών διαστημάτων από 13.3.2020 έως 31.5.2020 (2 μήνες και 18 ημέρες) και από 7.11.2020 έως 6.4.2021 (5 μήνες) και συνολικά χρονικού διαστήματος 7 μηνών και 18 ημερών, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 74 παρ.1 εδ.α του Ν. 4690/2020 και 83 παρ.1 εδ.α του Ν. 4790/2021, δεν είχε συμπληρωθεί αυτή (διετής προθεσμία) κατά την άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης τόσο ενώπιον του Εφετείου Αθηνών στις 7.4.2021 όσο και ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών στις 10.5.2021. Συνακόλουθα η ως άνω αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα». (έμφαση δική μας).
ΙΙ.2 Οι κρίσεις των δικαστηρίων της ουσίας
Τα δευτεροβάθμια δικαστήρια της ουσίας (Εφετεία ή Μονομελή Πρωτοδικεία δικάζοντας εφέσεις κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείου) τάσσονται συντριπτικά (χωρίς ειδική αιτιολογία) υπέρ της εφαρμογής του ανασταλτικού αποτελέσματος στην καταχρηστική προθεσμία της έφεσης (ενδ. ΕφΠειρ 315/2021, ΕφΛαρ 111/2021, αμφότερες σε ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΜΠΠατρ 111/2022, ΜΠΧαν 26/2021, αμφότερες σε ΤΝΠ NOMOS).
ΙΙ.3 Η υπ’ αριθμ. 11/2020 γνωμοδότηση του Αντεισαγγελεά του ΑΠ
Καίτοι δεν συνιστά δικαιοδοτική κρίση, ιδιαίτερη μνεία προσήκει στην από 28.5.2020 γνωμοδότηση του Αντεισαγγελέα του ΑΠ, Β. Χαλντούπη (https://bit.ly/3NF1hZa, προσπέλαση στις 5.7.2022 = ΕπΑκ 1/2021, σ. 74-75 = sakkoulas-online). Η εν λόγω γνωμοδότηση εκδόθηκε κατόπιν ερωτήματος του ΔΣΑ «αναφορικά με το ζήτημα του εντοπισμού του χρονικού σημείου της τελεσιδικίας των δικαστικών αποφάσεων λόγω της αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων εξαιτίας της πανδημίας COVID-19 και ειδικότερα της επέλευσης της τελεσιδικίας των αποφάσεων στην περίπτωση της καταχρηστικής προθεσμίας προκειμένου περαιτέρω να υπολογισθεί η έναρξη της προθεσμίας των 90 ημερών για την τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη». Σε αυτήν διαλαμβάνονται οι ακόλουθες, ενδιαφέρουσες σκέψεις:
«Επισημαίνεται επίσης ιδιαιτέρως, ότι η αναστολή καταλαμβάνει και τις καταχρηστικές προθεσμίες των ενδίκων μέσων της έφεσης, της αναψηλάφησης και της αναίρεσης […] Οι αποφάσεις, οι οποίες θα καθίσταντο τελεσίδικες εντός του διαστήματος της αναστολής, ήτοι η καταχρηστική προθεσμία της άσκησης των ένδικων μέσων θα συμπληρωνόταν από τις 13.3.2020 έως τις 31.5.2020, υπόκεινται σε αναστολή συμπλήρωσης 110 ημερών, δηλαδή 80 ημερών για την περίοδο αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων και επιπλέον 30 ημερών ειδικά για την περίπτωση άσκησης ένδικων μέσων. Το ίδιο ισχύει όμως και για την περίπτωση, κατά την οποία η συμπλήρωση της καταχρηστικής προθεσμίας λαμβάνει χώρα εκτός του διαστήματος της ως άνω αναστολής. Και τούτο διότι, αφενός μεν ο νόμος δεν διακρίνει τις δύο περιπτώσεις, ώστε η αναστολή να αφορά σε όλες τις δικονομικές προθεσμίες, αφετέρου δε, σε αντίθετη περίπτωση θα προέκυπτε άκρατος αιφνιδιασμός των διαδίκων και πρόδηλη άνιση αντιμετώπιση των δύο περιπτώσεων, κατά τρόπο, ώστε για τον διάδικο που εμπίπτει στην αναστολή της προθεσμίας να προσμετράται επιπλέον προθεσμία 110 ημερών για την τελεσιδικία της απόφασης και ως εκ τούτου να του παρέχεται η δυνατότητα εν τω μεταξύ άσκησης του ένδικου μέσου, ενώ γι’ αυτόν που η συμπλήρωση της προθεσμίας λαμβάνει χώρα έστω και κατ’ ελάχιστο χρόνο μετά την επαναλειτουργία των δικαστηρίων να μην υφίσταται συναφής δυνατότητα. Χαρακτηριστική είναι η εξής περίπτωση, η οποία αναδεικνύει το άτοπο της άποψης που διακρίνει τις δύο περιπτώσεις. Απόφαση που τελεσιδικούσε στις 31.5.2020, τελεσιδικεί 110 ημέρες μετά, οπότε ο διάδικος έχει επαρκή χρόνο να ασκήσει το τακτικό ένδικο μέσο του, αντίθετα δε, προκειμένου για απόφαση που τελεσιδικούσε την 1.6.2020, το ένδικο μέσο κατ’ αυτής πρέπει να ασκηθεί αυθημερόν!» (έμφαση δική μας).
ΙΙΙ. Η θέση της θεωρίας
Υποστηρίζεται ευρέως το επιτρεπτό της εφαρμογής των διατάξεων περί αναστολής των Ν. 4690/2020 και Ν. 4790/2021 στις καταχρηστικές προθεσμίες των ενδίκων μέσων (Α. Πανταζόπουλος σε Χ. Απαλαγάκη/Σ. Σταματόπουλο, Ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Τομ. Ι, Νομική Βιβλιοθήκη, 2022, σ. 615, Π. Γιαννόπουλος, Η ρύθμιση του άρθρου 83 Ν. 4790/2021 για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων, ευρσικόμνη σε sakkoulas.online, προσπέλαση στις 3.7.2022, Κ. Καλαβρός/Σ. Τσαντίνης/Π. Γιαννόπουλος, Ενημερωτικό Σημείωμα για τις ρυθμίσεις του άρθρου 74 ν. 4690/2020 για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων, ΕΠολΔ 2/2020, σ. 203 = sakkoulas-online). Το επιχείρημα που προβάλλεται από εκπροσώπους της θεωρίας είναι αυτό της έλλειψης διάκρισης του νόμου μεταξύ γνήσιων και καταχρηστικών προθεσμιών ενδίκων μέσων, ώστε να παρίσταται λογική η επέκταση του ανασταλτικού αποτελέσματος και στις τελευταίες (Κ. Καλαβρός/Σ. Τσαντίνης/Π. Γιαννόπουλος, ο.π., σ. 204).
IV. Η δική μας γνώμη
Στην προκείμενη περίπτωση, η όποια θέση επί του ζητήματος της αναστολής ή μη των καταχρηστικών προθεσμιών των ενδίκων μέσων πρέπει να λάβει υπόψη δύο δεδομένα, ένα πραγματικό και ένα νομικό.
Αρχικά, το πραγματικό δεδομένο. Η αναστολή νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών συνιστούσε το λογικό επακόλουθο της γενικότερης προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων της χώρας, εξού και νομοτεχνικά εντασσόταν σε μία ενιαία δέσμη μέτρων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της Covid – 19 στον χώρο της πολιτικής δικαιοσύνης. Πράγματι, εφόσον οι, ανά τα Πρωτοδικεία και Εφετεία της χώρας, γραμματείες κατάθεσης ενδίκων μέσων δεν εξυπηρετούσαν τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, παρά μόνο κατόπιν ειδικής άδειας του «Προέδρου Υπηρεσίας», θα ήταν αντίθετο στην κοινή λογική να τρέχουν κανονικά οι προθεσμίες κατάθεσης ενδίκων μέσων. Διότι, εάν έτσι είχαν τα πράγματα, τότε, α) προσωρινή αναστολή λειτουργίας δεν θα υφίστατο εν τοις πράγμασι, γεγονός που θα αντίκειτο σαφώς στους σκοπούς του νομοθέτη και β) θα εμφανιζόταν αντίθεση προς την γενική αρχή “impossibilium nulla obligatio est” («ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα») που διατρέχει όλο το φάσμα του δικαίου, έχει δε κριθεί ότι συνιστά και αρχή του δικαίου της ΕΕ (ΔΕΕ C-179/15 – Daimler, σκ. 42).
Ύστερα, το νομικό δεδομένο. Γίνεται δεκτό ότι προσωρινή αναστολή των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων μπορεί να επιβληθεί και με έκτακτα νομοθετικά μέτρα (Ν. Νίκας, Πολιτική δικονομία, τόμ. 2, 2η έκδ., 2021, § 56, σ. 108, υποσημ. 43). Μάλιστα, τίποτα δεν κωλύει τον δικονομικό νομοθέτη από το να προβλέψει τούτη την αναστολή με ισόκυρο, προς τον ΚΠολΔ, τυπικό νόμο, σε περιπτώσεις όπου εξυπηρετείται πρόδηλα το δημόσιο συμφέρον.
Τούτων λεχθέντων, πιστεύουμε ότι η αναστολή προθεσμιών για τα καθοριζόμενα στους Ν. 4690/2020 και Ν. 4790/2021 χρονικά διαστήματα καταλαμβάνει και τις καταχρηστικές προθεσμίες άσκησης τακτικών και εκτάκτων ενδίκων μέσων, για τους ακόλουθους λόγους:
1. Δεν μπορεί να παραγνωριστεί ότι η ΑΠ 762/2022 διακρίνεται για την δογματική συνέπεια της και την πληρότητα των αιτιολογιών της. Δέχεται δε και η ίδια, στοιχούμενη με την κρατούσα άποψη περί ανελαστικότητας των καταχρηστικών προθεσμιών (βλ. Κ. Κεραμεύς/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας (-Γ. Ορφανίδης), Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμ. 1, 2000, άρθ. 152, σ. 370, ΑΠ 674/2017, ΕΠολΔ 2/2018, σ. 197-198, με σχόλιο Ν. Κατηφόρη), ότι «η μεγάλη διάρκεια της προστατεύει και τα συμφέροντα των διαδίκων, αλλά τίθεται και προς εξυπηρέτηση γενικότερων συμφερόντων.». Τα ίδια όμως συμφέροντα (διασφάλιση δικαιώματος άσκησης ενδίκων μέσων, μη διαιώνιση αντιδικιών, ασφάλεια συναλλαγών) επιβάλλουν την αναστολή της σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως μία πρωτόγνωρη υγειονομική κρίση, εφόσον, βέβαια, χορηγείται νομοθετικά. Τούτη η αναστολή όχι μόνο περιφρουρεί τα δικαιώματα των διαδίκων, αλλά δεν δημιουργεί και ανασφάλεια, καθόσον εφαρμόζεται οριζόντια σε όλες τις δίκες. Εξάλλου, ουδεμία επιρροή ασκεί η μεγάλη διάρκεια της, εάν η διαδικαστική πράξη (κατάθεση ενδίκου μέσου) δεν μπορεί εν τοις πράγμασι να διενεργηθεί.
2. Προς επίρρωση της θέσης της, η ΑΠ 762/2022 δέχεται ότι η καταχρηστική προθεσμία δεν είναι δεκτική επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Όμως, η εν λόγω θέση δεν είναι απροσμάχητη στην γενικότητά της (βλ. Γ. Ορφανίδης, Οι προθεσμίες ενδίκων μέσων κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2009, σ. 281 επ.), αλλά και ειδικά στην υπό εξέταση περίπτωση. Και τούτο διότι, εκπορεύεται από την σκέψη ότι «το χρονικό διάστημα που προβλέπεται σ’ αυτές αποτελεί αποσβεστικό λόγο της ασκήσεως του ενδίκου μέσου, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι προσωπικές συνθήκες των διαδίκων που συνιστούν την ανώτερη βία ή τον δόλο του αντιδίκου, εξαιτίας των οποίων δεν μπόρεσαν να τηρήσουν την ανωτέρω προθεσμία» (ΑΠ 674/2017, ο.π.). Στην προκειμένη όμως περίπτωση δεν ομιλούμε για προσωπικές συνθήκες του α ή β διαδίκου, αλλά για ένα αντικειμενικό γεγονός (πανδημία) που συνιστά ανωτέρα βία καθολικά, για απροσδιόριστο αριθμό διαδίκων.
3. Η γραμματική ερμηνεία του αρ. 74 § 1 του Ν. 4690/2020 δεν άγει στο συμπέρασμα ότι η αναστολή δεν καταλαμβάνει τις καταχρηστικές προθεσμίες ενδίκων μέσων. Η ΑΠ 762/2022 διαλαμβάνει ότι αυτό συνάγεται εκ του γεγονότος ότι στην ανωτέρω διάταξη απαριθμούνται «περιπτώσεις σύντομων προθεσμιών ενέργειας για την άσκηση των εκεί αναφερόμενων συγκεκριμένων διαδικαστικών πράξεων». Όμως, αν πράγματι ο στόχος του νομοθέτη ήταν να περιορίσει το ανασταλτικό αποτέλεσμα στις γνήσιες προθεσμίες ενέργειας άσκησης ενδίκου μέσου, θα το είχε ορίσει ρητά, κάνοντας την αντίστοιχη διάκριση. Τούτο επιρρωνύεται από την αντιπαραβολή προς το αρ. 147 § 2 ΚΠολΔ, όπου ρυθμίζεται η αναστολή προθεσμιών κατά τον μήνα Αύγουστο και δεν γίνεται αφηρημένη μνεία σε προθεσμίες «ενδίκων μέσων». Τουναντίον, μνημονεύονται συγκεκριμένα μόνο οι γνήσιες προθεσμίες των «άρθρων 503, 518 παράγραφος 1, 545 παράγραφοι 1 και 2, 564 παράγραφοι 1 και 2». Περαιτέρω, δεν πρέπει να παροράται ότι οι συν-αναφερόμενες στο αρ, 74 § 1 Ν. 4690/2020 προθεσμίες είναι εκ της φύσεως τους μόνο γνήσιες. Τέλος, από την επισκόπηση της συνολικής νομοτεχνικής δομής του αρ. 74 § 1 προκύπτει το εξής. Στο εδ. α’ προβλέπεται γενικά ότι το χρονικό διάστημα της αναστολής «δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων». Εν συνεχεία, στο εδ. β’ διευκρινίζεται ότι «μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία». Ύστερα, το τελευταίο εδάφιο, γ’, είναι ειδικότερο των άλλων δύο («Ειδικότερα») και διευκρινίζεται ότι οι εκεί μνημονευόμενες προθεσμίες δεν συμπληρώνονται «αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους.». Επομένως, ο πραγματικός σκοπός του νομοθέτη αποκρυσταλλώνεται αποκλειστικά στο εδ. α’ και ανάγεται στην αναστολή κάθε νόμιμης και δικαστικής προθεσμίας, άνευ διακρίσεων. Το εδ. γ’ δεν συνιστά παρά lex specialis στο πλαίσιο της § 1, υπό την έννοια ότι για τις εκεί αναφερόμενες προθεσμίες στην αναστολή πρέπει να προστεθούν 30 επιπλέον μέρες. Συνακόλουθα, μόνο το εδ. α’ μπορεί να αξιοποιηθεί ερμηνευτικά για την διάγνωση της νομοθετικής ratio αναφορικά με τις προθεσμίες που αναστέλλονται.
4. Όπως ορθά δέχεται η ΑΠ 762/2022, η αφετηρία και λήξη της καταχρηστικής προθεσμίας ενδίκου μέσου απαιτεί σταθερότητα. Αντίθετα όμως προς το ερμηνευτικό πόρισμα στο οποίο απολήγει η κρίση του Ακυρωτικού, η ζητούμενη σταθερότητα ουδόλως φαλκιδεύεται από την υπαγωγή της στο ρυθμιστικό βεληνεκές των Ν. 4690/2020 και Ν. 4790/2021. Καταρχάς, η αφετηρία της προθεσμίας (ήτοι η δημοσίευση της απόφασης) δεν μεταβάλλεται. Αλλά και η λήξη παραμένει σταθερή. Διότι, τα ως άνω νομοθετήματα καθορίζουν επακριβώς τα χρονικά διαστήματα της αναστολής και επομένως με μαθηματική βεβαιότητα προκύπτει τόσο για τον ασκούντα το ένδικο μέσο και τον αντίδικο του όσο και για το δικαστήριο που εξετάζει το παραδεκτό του ενδίκου μέσου, το ακριβές χρονικό σημείο λήξης της καταχρηστικής προθεσμίας. Ακόμα και η πρόβλεψη του τελευταίου εδαφίου των αρ. 74 § 1 και 83 § 1 των ως άνω νομοθετημάτων, ήτοι ότι η προθεσμία δεν συμπληρώνεται αν δεν παρέλθουν 30 μέρες από την προβλεπόμενη λήξη της δεν τελεί σε δυσαρμονία με την ανελαστικότητα μίας καταχρηστικής προθεσμίας. Αφού η προβλεπόμενη λήξη μπορεί με ασφάλεια να τοποθετηθεί σε ορισμένο χρονικό σημείο, τότε η πραγματική λήξη θα υπολογιστεί απλώς με πρόσθεση των 30 ημερών, κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ (αρ. 144 § 1).
V. Οι πιθανές λύσεις
Προς άρση της ανακύψασας διχοστασίας, μπορούν να υιοθετηθούν λύσεις σε διττό επίπεδο, αφενός νομοθετικό, αφετέρου δικαστικό. Πιο συγκεκριμένα, η ταχύτερη, λυσιτελέστερη και ανέξοδη για τους διαδίκους λύση είναι η άμεση επέμβαση του δικονομικού νομοθέτη. Μπορεί να ψηφισθεί γνήσια ερμηνευτική διάταξη με αναδρομική ισχύ (για το επιτρεπτό αυτής βλ. ΟλΣτΕ 3368/2015, ΕλλΔνη 4/2016, σ. 1272-1275), η οποία να αποσαφηνίζει ότι η αναστολή προθεσμιών των Ν. 4690/2020 και Ν. 4791/2021 καταλαμβάνει και τις προθεσμίες των αρ. 518 § 2, 544 § 5 και 564 § 3 ΚΠολΔ. Δέον να σημειωθεί πως ο νομοθέτης έχει, στο παρελθόν, προκρίνει την εν λόγω λύση αναφορικά με τον Ν. 4790/2021 και δη ως προς την διασαφήνιση της ημερομηνίας λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων της χώρας (αρ. 25 Ν. 4792/2021).
Εξάλλου, σε επίπεδο δικαστικής προστασίας, το νομικό ζήτημα του εμπροθέσμου εκκρεμούς ενδίκου μέσου μπορεί να εισαχθεί στην πλήρη Ολομέλεια του ΑΠ, δυνάμει του αρ. 20Α ΚΠολΔ, δεδομένου ότι πρόκειται αναμφίβολα για «νέο δυσχερές ερμηνευτικό νομικό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων.». Η Ολομέλεια μπορεί επίσης να αποφανθεί κατόπιν παραπομπής σε αυτή του σχετικού λόγου αναίρεσης (εκ του αρ. 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, λ.χ. το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε το απαράδεκτο της έφεσης που ασκήθηκε δήθεν εκπρόθεσμα) από Τμήμα του Αρείου Πάγου (αρ. 563 § 2 ΚΠολΔ, αρ. 27 § 2, Ν. 4938/2022). Ωστόσο, αμφότερες οι λύσεις δεν ενδείκνυνται, κατά την γνώμη μας, στην παρούσα περίπτωση, διότι α) είναι χρονοβόρες και β) δεν θα διασφαλίσουν την πλήρη ενότητα της νομολογίας, καθώς έχουν περιορισμένη νομική (και όχι ηθική) δεσμευτικότητα για τον δικαστή της ουσίας, αλλά και του Ακυρωτικού.