Η «χαμένη ευκαιρία» του Ν. 4842/2021
Όπως και υπό το κράτος του Ν. 4335/2015, η αγωγή που εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία ασκείται με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται και επίδοση της στον εναγόμενο εντός των προθεσμιών ενέργειας του αρ. 215 § 2 ΚΠολΔ. Με άλλα λόγια, η άσκηση της αγωγής παραμένει με τον Ν. 4842/2021 μία σύνθετη[1] διαδικαστική πράξη. Μάλιστα, εν αντιθέσει με τα γενόμενα δεκτά στις ειδικές διαδικασίες, η ανεπίδοτη ή παράτυπα/εκπρόθεσμα επιδοθείσα αγωγή της τακτικής διαδικασίας συνοδεύεται από την κύρωση της θεώρησης της ως «μη ασκηθείσας»[2], ήτοι, μηδέποτε παράγουσας δικονομικές και, κατά την ορθή άποψη, ούτε ουσιαστικού δικαίου συνέπειες[3].
Με την μη τροποποίηση της ως άνω § 2 από τον Ν. 4842/2021, απωλέσθηκε η ευκαιρία[4] επίλυσης ενός προβλήματος που ταλανίζει ακόμα και σήμερα την θεωρία και την πράξη, ήτοι της ανεπάρκειας[5] των 60 ημερών για την επίδοση του εισαγωγικού δικογράφου στην αλλοδαπή[6], είτε αυτή διενεργείται σύμφωνα με την Σύμβαση της Χάγης του 1965 είτε με τον Καν. 1393/2007. Ο πρόσφατος δικονομικός νομοθέτης αποσόβησε μεν εν πολλοίς το ενδεχόμενο ερημοδικίας του αλλοδαπού εναγόμενου και της κήρυξης της συζήτησης ως απαράδεκτης, πλην όμως καταλείπει αρρύθμιστο το ζήτημα του υποστατού της αγωγής που δεν επιδόθηκε πραγματικά στην αλλοδαπή εντός της προθεσμίας της § 2 του αρ. 215 ΚΠολΔ. Η αδράνεια αυτή του δικονομικού νομοθέτη ίσως εξηγείται από την παραδοχή του ιδίου στην ΑιτΕκθ[7] του νέου νόμου πως η «άποψη ότι ο ν. 4335/2015 (Α’ 87) δεν ανταποκρίνεται και προκαλεί ζητήματα, όταν η αγωγή πρόκειται να επιδοθεί στο εξωτερικό είναι υπερεκτιμημένη και επί πλέον αφορά σε περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων» (έμφαση δική μας).
Ωστόσο, αυτή η θεώρηση του νομοθέτη δεν πρέπει να επιδοκιμαστεί. Μία εγγενής αδυναμία του Ν. 4335/2015 δεν πρέπει να διαιωνίζεται, απλά και μόνο επειδή εμφανίζεται σε υποθέσεις με στοιχεία αλλοδαπότητας, οι οποίες είναι στατιστικά λιγότερες στα πινάκια των πολιτικών δικαστηρίων. Πέραν τούτου, οποιαδήποτε νομοθετική παρέμβαση στο αστικό δικονομικό δίκαιο πρέπει να κατατείνει στη δημιουργία του «ΚΠολΔ του μέλλοντος» και όχι μονάχα του παρόντος. Η ραγδαία αυξανόμενη διεθνοποίηση των συναλλαγών και των εννόμων σχέσεων εν γένει θα οδηγήσει, κατ’ ευθεία αναλογία, στην αύξηση[8] των διεθνών αντιδικιών. Επομένως, κατά την άποψη μας, στο βαθμό που ο ενάγων θα επιλέγει την επίδοση δια της παρεμβολής εθνικών αρχών[9] (παρ ημίν, του Εισαγγελέα Πρωτοδικών) το πρόβλημα του υποστατού της αγωγής του όχι μόνο θα παραμείνει ανεπίλυτο (δεδομένου και του κατακερματισμού των λύσεων που ακολουθούνται στην νομολογία), αλλά ίσως οξυνθεί.
Οι μέχρι σήμερα προταθείσες λύσεις
Καθόσον λοιπόν το ζήτημα δεν ρυθμίστηκε νομοθετικά με τον Ν. 4842/2021, παραμένει η ανάγκη καταφυγής στις διάφορες νομικές κατασκευές του προϊσχύσαντος δικαίου. Οι θέσεις που υιοθετήθηκαν από την νομολογία (αλλά και από εκπροσώπους της θεωρίας) συνοψίζονται εναργώς από την Κ. Μακρίδου[10]. Κατ’ αρχάς, υποστηρίχτηκε από (όχι τόσο) μειοψηφούσα μερίδα της νομολογίας[11] η αυστηρή προσκόλληση στο γράμμα της § 2 του αρ. 215 ΚΠολΔ, ώστε αν δεν προκύπτει η πραγματική επίδοση της αγωγής εντός 60 ημερών, αυτή να απορρίπτεται ως μη ασκηθείσα. Η άποψη αυτή ορθώς επικρίθηκε, διότι α) επιρρίπτει στον ενάγοντα ευθύνη που δεν του αναλογεί, αφού μετά την επιμελή παράδοση των προς επίδοση εγγράφων στην αρμόδια αρχή ουδεμία ευθύνη φέρει για την περαιτέρω πορεία τους[12], β) ουδόλως επιλύει το πρόβλημα, καθώς νέα αγωγή θα βαρύνεται εκ προοιμίου με την ίδια αδυναμία[13] και γ) αντιστρατεύεται, στο βαθμό που εφαρμόζεται ο Καν. 1393/2007, το πνεύμα του ενωσιακού δικαίου[14].
Στον αντίποδα, ανευρίσκεται η άποψη που κρατεί, με διάφορες παραλλαγές, σε θεωρία και νομολογία. Υπό αυτή, διασώζεται το υποστατό της ασκηθείσας αγωγής, πλην όμως καταβάλλεται και μέριμνα για τον ερημοδικούντα εναγόμενο. Ειδικότερα, όσον αφορά στον Καν. 1393/2007 επισημαίνεται πως στο αρ. 9 αυτού (και στο αρ. 13 του νέου Καν. 2020/1784) υιοθετείται η λύση της διπλής ημερομηνίας συντέλεσης της επίδοσης[15]. Έτσι, προς διαφύλαξη του δικαιώματος ακρόασης του εναγομένου, απαιτείται, για την ολοκλήρωση της άσκησης της αγωγής δυνάμει της § 1 του αρ. 9, η πραγματική επίδοση του εισαγωγικού δικογράφου σε αυτόν. Αν αυτή δεν προκύπτει από τον φάκελο της δικογραφίας, τότε το δικαστήριο είτε θα κηρύξει απαράδεκτη την συζήτηση[16], είτε θα καλέσει τον ενάγοντα να προσκομίσει το αποδεικτικό επίδοσης εντός τασσόμενης προθεσμίας[17], είτε θα προχωρήσει στην συζήτηση της υπόθεσης, εφόσον ο εναγόμενος παρίσταται και δεν αντιλέγει επικαλούμενος δικονομική βλάβη[18], είτε τέλος, επί ερημοδικίας του τελευταίου, μπορεί να εκδώσει απόφαση, εφόσον όμως πληρούνται οι προϋποθέσεις των αρ. 19, Καν. 1393/2007 και 15, ΣυμβΧαγ[19]. Η ακριβής στάση του δικαστηρίου εξαρτάται από τις περιστάσεις της υπόθεσης και την λύση που θα προκρίνει ως ορθότερη.
Όμως, όσον αφορά στο υποστατό της αγωγής και δη στην επέλευση των ουσιαστικών και δικονομικών συνεπειών που συνεπάγεται η άσκηση της, η § 2 του αρ. 9 ορίζει ότι «Όταν όμως, σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους, μια πράξη πρέπει να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί εντός τακτής προθεσμίας, λαμβάνεται υπόψη για τον αιτούντα η ημερομηνία που καθορίζεται από το δίκαιο του κράτους αυτού.». Δεδομένων, α) της φύσης της προθεσμίας του αρ. 215 § 2 ΚΠολΔ ως προθεσμίας ενέργειας (τακτής), αλλά και β) των οριζόμενων στα αρ. 134 και 136 ΚΠολΔ, η κρατούσα άποψη[20] δέχεται ότι «εφόσον διαπιστωθεί ότι έλαβε χώρα πραγματική επίδοση του αγωγικού δικογράφου, τότε, κατά το άρθρο 136 ΚΠολΔ, αυτή θεωρείται ότι συντελέστηκε, προκειμένου για τα πρόσωπα που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 134 ΚΠολΔ (πρόσωπα αλλοδαπής), μόλις παραδοθεί το έγγραφο στον εισαγγελέα του Δικαστηρίου όπου εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη, ανεξάρτητα από τον χρόνο της αποστολής και της παραλαβής του.»[21]. Η άποψη αυτή είναι ορθή, καθώς, πρώτον, είναι σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο και δεύτερον, εξισορροπεί αποτελεσματικά τα δικαιώματα αμφότερων των διαδίκων. Κατ’ άλλη διάκριση[22] «η αρχή της πραγματικής επίδοσης αφορά μόνο το παραδεκτό της συζήτησης (και) της αγωγής στο Δικαστήριο, με την έννοια του νομότυπου της κλήτευσης του καθού η επίδοση διαδίκου, ενώ ως προς αυτή καθεαυτή την ολοκλήρωση της άσκησης της και της επέλευσης των εξ αυτής δικονομικών και ουσιαστικών συνεπειών της (221 παρ. 1 ΚΠολΔ), συμπεριλαμβανομένης και της διακοπής παραγραφής της αξίωσης, αρκεί η πλασματική επίδοση στον Εισαγγελέα».
Προσέτι, πρέπει να επισημανθεί ότι στην δικαστηριακή πρακτική υπό τον Ν. 4335/2015, ήταν συνήθης η καταφυγή στο αρ. 148 ΚΠολΔ για την παράταση των νόμιμων προθεσμιών των αρ. 215 § 2 και 237 ΚΠολΔ[23]. Πέραν του ότι πρόκειται για λύση επί της οποίας έχουν διατυπωθεί επιφυλάξεις[24], θα απωλέσει μέρος της σημασίας της μετά την θέση του Ν. 4842/2021 σε ισχύ, ο οποίος προβλέπει έτσι και αλλιώς μεγαλύτερες προθεσμίες κατάθεσης προτάσεων, όταν ο εναγόμενος κατοικεί/διαμένει/εδρεύει στην αλλοδαπή. Σε κάθε όμως περίπτωση, μπορεί να επιστρατευτεί προκειμένου να αποφευχθούν παλινωδίες ως προς την επίδοση της αγωγής, κατ’ αρ. 215 § 2 ΚΠοΔ.
Επίμετρο
Από την προπαρατεθείσα ανάλυση προκύπτει ότι, καίτοι ο πρόσφατος δικονομικός νομοθέτης αναγνώρισε την ύπαρξη του προβλήματος και πράγματι το αντιμετώπισε στο επίπεδο του αρ. 237 ΚΠολΔ[25], η μεταχείριση της εκπροθέσμως επιδοθείσας αγωγής στην αλλοδαπή θα συνεχίσει να πλέει σε μερικώς «αχαρτογράφητα νερά». Η θεωρία και η νομολογία έχουν εξεύρει λύσεις[26], οι οποίες όμως δεν προσφέρουν ασφάλεια δικαίου σε αρκετούς ενάγοντες αναφορικά με την δικονομική αντιμετώπιση που θα τύχει η αγωγή τους[27].
[1] Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, 4η έκδ., 2016, § 33, σ. 87, ΠΠΑμαλ 6/2019, ΕΠολΔ 4/2020, σ. 414-423, με σχόλιο Α.-Μ. Ιωαννίδη. Για το προϊσχύσαν του Ν. 4335/2015 δίκαιο, βλ. ΑΠ 1081/2014, ΑΠ 1266/2010, αμφότερες σε http://www.areiospagos.gr.
[2] ΠΠΗρ 31/2019, ΤΝΠ NOMOS.
[3] Βλ. κατωτέρω, σ. 79 – 80..
[4] Έτσι και Κ. Μακρίδου, Αξιολόγηση των ρυθμίσεων του πρόσφατου ν. 4842/2021 για την τακτική και τις ειδικές διαδικασίες, ΕλλΔνη 1/2022, σ. 1- 4. Πρβλ. και Π. Γιαννόπουλος, Ερμηνευτικά προβλήματα και αλληλεπίδραση της νέας τακτικής διαδικασίας με τον Κανονισμό 1393/2007, 2018, σ. 54, ο οποίος είχε επισημάνει το ευκταίο της νομοθετικής επέμβασης προς επίλυση των προβλημάτων που συνεπαγόταν η αγωγή της νέας τακτικής διαδικασίας στην αλλοδαπή.
[5] Ν. Βόκας, Εισήγηση για την εφαρμογή του Ν. 4335/15 στην τακτική διαδικασία, Αρμ 1/2016, σ. 17, Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, 4η έκδ., 2016, § 33, σ. 97, αρ. 16. Βλ. και Α. Άνθιμος, Η εφαρμογή του άρθρου 15 της Σύμβασης της Χάγης για τις διασυνοριακές επιδόσεις στην πράξη, Αρμ 6/2020, σ. 1099-1106.
[6] Η προθεσμία των 60 ημερών ισχύει και όταν επιδίδεται αγωγή στον νόμιμο εκπρόσωπο αλλοδαπού νομικού προσώπου, ο οποίος τυγχάνει να διαμένει στην Ελλάδα (ΠΠΑθ 575/2021, ΕΠολΔ 5/2021, σ. 568-578, με σχόλιο Π. Γιαννόπουλου).
[7] ΑιτΕκθ. σ. 87.
[8] Ήδη, από την επισκόπηση της δημοσιευμένης στο νομικό τύπο και σε ΤΝΠ νομολογίας, προκύπτει ευχερώς πως όλα τα πρωτοβάθμια δικαστήρια της χώρας αντιμετωπίζουν σημαντικότερο αριθμό υποθέσεων με στοιχεία αλλοδαπότητας σε σύγκριση με τις προηγούμενες δεκαετίες.
[9] Τόσο η Σύμβαση της Χάγης του 1965 όσο και ο Καν. 1393/2007 (αλλά και η αναθεωρημένη έκδοση αυτού, Καν. 2020/1784) προβλέπουν και άλλους τρόπους επίδοσης άμεσους ή μη, στον βαθμό που τα συμβαλλόμενα κράτη ή κράτη-μέλη, αντίστοιχα, δεν διατυπώνουν επιφυλάξεις. Έτσι, λ.χ. υπό τον Καν. 2020/1784, μπορεί να διενεργηθεί ταχυδρομική επίδοση (αρ. 18), ηλεκτρονική επίδοση (αρ. 19) ή απευθείας επίδοση (αρ. 20). Οι εν λόγω τρόποι επίδοσης είναι σαφώς ταχύτεροι από τον παραδοσιακό όπου παρεμβάλλονται τόσο οι αρχές του κράτους αποστολής, όσο και εκείνες του κράτους παραλαβής.
[10] Κ. Μακρίδου, Τακτική διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, 2019, άρθ. 215, σ. 24 – 26.
[11] ΠΠΑθ 861/2021, ΤΝΠ NOMOS, ΠΠΚω 21/2020, ΤΝΠ NOMOS = ΝοΒ 2021, σ. 101, ΠΠΠειρ 1563/2019, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΠΠΡοδ 82/2019, ΤΝΠ NOMOS, ΜΠΘεσ 800/2020, ΤΝΠ NOMOS = ΤΝΠ QUALEX, ΜΠΡοδ 294/2020, ΔωδΝομ 2/2020, σ. 231 – 235, ΜΠρΘεσ 335/2019, Αρμ 5/2021, σ. 826-829, ΜΠρΚατ 303/2019, ΕλλΔνη 6/2019, σ. 1691-1697, με σχόλιο με Γ. Βαλμαντώνη, ΜΠΘεσ 1852/2018, ΕΠολΔ 1/2018, σ. 87-90, με σχόλιο Α. Άνθιμου, ΜΠΖακ 207/2018, ΤΝΠ NOMOS, ΕιρΑθ 12/2021, ΤΝΠ NOMOS, στην οποία επισημαίνεται επίσης ότι δεν χωρεί θεραπεία της εκπροθέσμως επιδοθείσας αγωγής με την υποβολή προτάσεων από το διάδικο προς τον οποίο επιχειρήθηκε η ελαττωματική επίδοση, ΕιρΧαν 380/2018, ΤΝΠ NOMOS.
[12] Βλ. και ΠΠΠατρ 57/2020, ΤΝΠ NOMOS, στην οποία διαλαμβάνεται ότι «Σε αντίθετη περίπτωση θα υποχρεωνόταν το Δικαστήριο να απαγγείλει κυρώσεις σε βάρος του ενάγοντος υπό τη μορφή της αυτοδίκαιης ανάκλησης της αγωγής, για λόγους αναγόμενους στην αδράνεια των ημεδαπών ή και αλλοδαπών αρχών που εμπλέκονται στην ολοκλήρωση της επίδοσης, αποτέλεσμα ασυμβίβαστο προς τις επιταγές του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ.»
[13] Κ. Μακρίδου, Τακτική διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, 2019, άρθ. 215, σ. 25.
[14]Π. Γιαννόπουλος, Ερμηνευτικά προβλήματα και αλληλεπίδραση της νέας τακτικής διαδικασίας με τον Κανονισμό 1393/2007, 2018, σ. 40.
[15] Ibid, σ. 40.
[16] ΜΠρΧαλκιδικ 9/2022, ΕπΑκ 1/2022, σ. 231-233, ΠΠρΑθ 356/2021, sakkoulas-online, ΠΠΠειρ 1128/2017, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΜΠΣερ 248/2018, ΕΠολΔ 5/2018, σ. 576-577
[17] Βλ. ΕφΔωδ 5/2022, ΤΝΠ QUALEX (εφαρμογή αρ. 227 ΚΠολΔ). Αναβολή για προσκομιδή του αποδεικτικού επίδοσης διατάχθηκε υπό την ΜΠρΘεσ 9154/2019, Αρμ 5/2021, σ. 829-832. Πρβλ. όμως ΕιρΑθ 3219/2019, ΤΝΠ NOMOS, η οποία δέχεται ότι το αποδεικτικό της επίδοσης στην αλλοδαπή μπορεί να προσκομιστεί και κατά την «τυπική» συζήτηση, εφόσον ο εναγόμενος έχει καταθέσει προτάσεις.
[18] ΠΠΘεσ 2162/2021, Αρμ 4/2021, σ. 629-635, με σχόλιο Ι. Ρεβολίδη, ΠΠΑθ 3853/2018, sakkoulas-online. Έτσι και Π. Γιαννόπουλος, Ερμηνευτικά προβλήματα και αλληλεπίδραση της νέας τακτικής διαδικασίας με τον Κανονισμό 1393/2007, 2018, σ. 45 – 46.
[19] ΜΠΘεσ 1855/2018, ΕΠολΔ 2/2018, σ. 168 επ..
[20] ΑΠ 1405/2019 («Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η επίδοση αγωγής, όταν στρέφεται κατά διαδίκου που είναι γνωστής διαμονής σε κράτος μέλος της Ε.Ε., όπως και η Αγγλία, ολοκληρώνεται με την πραγματική επίδοση αυτής στον εναγόμενο, η οποία αποδεικνύεται με την κατά το άνω άρθρο 19 του Κανονισμού βεβαίωση, και δεν αρκεί η κατά τα άρθρα 134 και 136 του Κ.Πολ.Δικ. πλασματική επίδοση στον Εισαγγελέα …Ως χρόνος επέλευσης, όμως, όλων των ουσιαστικών συνεπειών κατά το Ελληνικό Δίκαιο, άρα και της διακοπής της παραγραφής, κατ’ άρθρο 221 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, υπαγόμενης στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 παρ. 2 του Κανονισμού, νοείται εκείνος της πλασματικής επίδοσης του σχετικού δικογράφου στον αρμόδιο εισαγγελέα κατ` άρθρο 134 παρ. 1 ΚΠολΔ»), ΕφΑθ 966/2022, ΤΝΠ NOMOS, ΕφΑθ 837/2021, ΕλλΔνη 1/2022, σ. 280-281, ΕφΘεσ 1900/2020, ΤΝΠ QUALEX, ΠΠΑθ 2565/2020, Αρμ 4/2021, σ. 624-629, ΠΠΘεσ 844/2019, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΜΠΠρεβ 1/2022, ΕπΑκ 1/2022, σ. 227-231, ΜΠΘεσ 10288/2019, ΕλλΔνη 6/2019, σ. 1689-1691. Από την θεωρία, σύμφωνος με την λύση αυτή ο Ι. Μαντζουράνης, Οι θεμελιώδεις δικονομικές αρχές υπό επαναξιολόγηση, 2019, § 4, σ. 94. Επίσης σύμφωνοι οι Π. Αρβανιτάκης/Ε. Βασιλακάκης (-Π. Αρβανιτάκης), Κανονισμός (ΕΚ) 1393/2007 (Κανονισμός επιδόσεων), 2018, άρθ. 9, σ. 128 – 134, ο οποίος μάλιστα υποστηρίζει (σ. 131 – 133) ότι η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία των αρ. 215 § 2 και 237 § 1 ΚΠολΔ επιτάσσει η προθεσμία κατάθεσης προτάσεων να αναστέλλεται ως την πραγματική επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο. Παρεμφερώς, η Π. Γέσιου-Φαλτσή, Ο ν. 4335/2015 (άρθρο 215 § 2) απέναντι στους Καν. 1393/2007 (άρθρα 9 και 19) και 1215/2012 (άρθρο 45 § 1β), ΕλλΔνη 6/2019, σ. 1604 διατύπωσε την θέση ότι αφετηρία της ίδιας προθεσμίας έπρεπε να είναι η πλασματική επίδοση της αγωγής στον Εισαγγελέα. Η άποψη αυτή έγινε δεκτή και στην ΠΠρΘεσ 2162/2021, ο.π., όπου διαλαμβλανεται ότι «κατά το άρθρο 9§2 Κανονισμού 1393/2007 η προθεσμία των εξήντα (60) ημερών που θέτει το νέο άρθρο 215 § 2 για την επίδοση της αγωγής σε διαδίκους με διαμονή ή έδρα σε άλλο κράτος μέλος πρέπει να υπολογίζεται από την πλασματική επίδοση, ήτοι την επίδοσή της στον Εισαγγελέα».
[21] ΜΠΘεσ 14755/2017, ΕΠολΔ 2/2018, σ. 171-178, με σχόλιο Π. Γιαννόπουλου.
[22] ΜΠΡοδ 228/2020, ΔωδΝομ 2/2020, σ. 196 – 200 = ΤΝΠ QULAEX.
[23] Βλ. ΜΠΑθ 2309/2022, ΕφΑΔΠολΔ 4/2022, σ. 497 = ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΜΠΘεσ 36/2022, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΜΠΑθ 1171/2021 (αδημ.), ΜΠρΑθ 1010/2021, ΕπΑκ 4/2021, σ. 828, ΜΠρΑθ 955/2021, ΕπΑκ 4/2021, σ. 824-827, ΜΠΣπαρτ 191/2018, ΕΠολΔ 5/2018, σ. 578-582, με σχόλιο Π. Γιαννόπουλου, ΜΠΑθ 2210/2016, ΕφΑΔΠολΔ 2016, σ. 429.
[24] Κ. Μακρίδου/Χ. Απαλαγάκη/Γ. Διαμαντόπουλος, Πολιτική Δικονομία, 2η έκδ., 2018, σ. 5 – 6, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η καταφυγή στο αρ. 148 «διαβρώνει» την τακτική διαδικασία. Αντιθ. η Ε. Κλουδά, Η πρωτοβάθμια πολιτική δίκη κατά τον ελληνικό ΚΠολΔ μετά το ν. 4335/2015 – Επίκαιρα ζητήματα, ΝοΒ 2017, σ. 1045 – 1047.
[25] Υιοθετώντας λύσεις που είχαν ήδη προταθεί και από την θεωρία (βλ. Α. Άνθιμος, Επίδοση στην αλλοδαπή και άρθρο 215§2 ΚΠολΔ -Απόπειρα ανάγνωσης υπό το πρίσμα του Κανονισμού 1393/2007-, Αρμ 5/2021, σ. 910-918).
[26] Καταδείχτηκε όμως ότι ορισμένα δικαστήρια της ουσίας εμμένουν στην απαρέγκλιτη προσήλωση στο γράμμα του αρ. 215 § 2 ΚΠολΔ, απορρίπτοντας τις αγωγές που δεν επιδόθηκαν εντός 60 ημερών ως μη ασκηθείσες.
[27] Είναι ενδεικτικό πως υπό την ΠΠΘεσ 2162/2021, ο.π., ο ενάγων επέδωσε με τρεις διαφορετικούς τρόπους την αγωγή (επίδοση σε συμβατικά διορισθέντα αντίκλητο, απευθείας επίδοση στη Βουλγαρία μέσω δικαστικού επιμελητή, επίδοση μέσω εθνικών αρχών), προκειμένου να βεβαιωθεί ότι η εναγόμενη βουλγαρική εταιρεία θα λάμβανε γνώση του ένδικου βοηθήματος. Έγκυρη επίδοση κρίθηκε μόνο η τελευταία εξ αυτών.