Το Lightroom (ένα πρόγραμμα της Adobe για επεξεργασία φωτογραφιών) είναι κάτι παραπάνω από αποθήκη φωτογραφιών: είναι ένα μωσαϊκό αναμνήσεων. Ίσως διότι, για εμένα, κάθε κλικ συνοδεύεται από μια ανάμνηση (άλλοτε γλυκιά, άλλοτε λυπηρή).
Σήμερα, λοιπόν, από αυτήν την αποθήκη ανέσυρα ένα «σκουριασμένο» κειμήλιο, μια παλιά φωτογραφία. Όχι «αγκαλιά στην θάλασσα» που τραγουδά ο Δ. Μητροπάνος στο ομώνυμο τραγούδι (ακούστε το εδώ), αλλά ενυπάρχει, πράγματι, το υδάτινο στοιχείο.
Τέλη Σεπτέμβρη 2019, ένα πολύ όμορφο δειλινό, περπατώντας μαζί με τον πατέρα μου κατά μήκος του ποταμού Douro, στο Porto της βόρειας Πορτογαλίας. Σταματώ μέσα στην βοή του κοσμού που έχει βγει για την περατζάδα του, στήνω το τρίποδο μου και προσπαθώ να βρω ένα «κάδρο». Είναι το Porto, διάολε, δεν είναι δα και τόσο δύσκολο να το βρεις. Όπου και να κοιτάξεις υπάρχει ομορφιά. Και αυτή η ομορφιά πάντα γίνεται εντονότερη με ένα απαλό αεράκι από τον Ατλαντικό, λίγα σύννεφα, τα πορτοκαλί φώτα της πόλης και τον παφλασμό των rabelo, αυτών των χαρακτηριστικών ξύλινων ιστιοφόρων που επί αιώνες κουβαλούν το φημισμένο κρασί porto από την ενδοχώρα στο λιμάνι του Porto. Πάτησα το κουμπί στην κάμερα μου και περίπου 8 δευτερόλεπτα μετά, στην οθόνη της Nikon ξεπρόβαλλε η γοητεία του κοσμήματος της βόρειας Πορτογαλίας.

Σήμερα, σχεδόν 3 χρόνια μετά την λήψη της, θυμήθηκα αυτήν την φωτογραφία (το γιατί δεν θα το μοιραστώ μαζί σας, αρκεί να το γνωρίζει το πρόσωπο με το οποίο μοιράστηκα αυτή την ταξιδιωτική ανάμνηση). Με τον που την είδα, με κατέκλυσε ένα πολύ περίεργο, ανάμεικτο συναίσθημα. Οι Πορτογάλοι έχουν μια λέξη για αυτό: saudade, ο τίτλος αυτού του blogpost.
Δεν μπορώ να μεταφράσω αυτήν την λέξη επακριβώς στα ελληνικά, αλλά μπορώ να σας την περιγράψω. Ένας Πορτογάλος του 16ου αιώνα την προσέγγισε εννοιολογικά ως «η ανάμνηση για κάτι με μια επιθυμία για αυτό». Saudade δεν είναι απλώς νοσταλγία για ένα μέρος, μια εμπειρία ή έναν άνθρωπο. Είναι συνάμα μελαγχολία και λαχτάρα για αυτό. Και πάντα υπάρχει το στοιχείο του φόβου, ότι αυτό το κάτι που νοσταλγούμε δεν θα το ξαναβρούμε. Με τα λόγια του Bell στο βιβλίο του In Portugal, 1912:
The famous saudade of the Portuguese is a vague and constant desire for something that does not and probably cannot exist, for something other than the present, a turning towards the past or towards the future; not an active discontent or poignant sadness but an indolent dreaming wistfulness.
Είμαι σίγουρος ότι έχετε βιώσει και εσείς αυτό το συναίσθημα, απλώς δεν το αποκαλέσατε saudade. Πάντως, εάν θέλετε να το κατανοήσετε αλά πορτογαλικά από την γαλήνη του σπιτιού σας, θα πρότεινα να ακούσετε fados, τα τραγούδια του καημού και του έρωτα της Πορτογαλίας. Γράφοντας το αντίστοιχο searchword στο Youtube, θα βρείτε αρκετά από αυτά τα ακούσματα. Ακόυστε τα με την φωνή της Amália Rodrigues, της αδιαμφισβήτησης βασίλισσας των fados του 20ου αιώνα, ή σε εκτέλεση της Mariza, άξια εκπρόσωπο της νέας γενιάς ερμηνευτών αυτού του μουσικού είδους. Εφόσον δεν γνωρίζετε πορτογαλικά δεν θα καταλάβετε τον στίχο, αλλά θα σας αγγίξει το συναίσθημα, το saudade.
Ας ξαναγυρίσω στις σημερινές μου αναζητήσεις στο Lightroom. Στην θέα της φωτογραφίας, αισθάνθηκα πολύ έντονα το saudade. Δεν ήταν όμως, φρονώ, μονάχα νοσταλγία για το Porto. Πολύ περισσότερο, ήταν μελαγχολική λαχτάρα για μια περίοδο της ζωής μου που δεν υπάρχει πια: εκείνη της φοιτητικής αθωότητας. Ήταν τα χρόνια που μπορούσες να χαζέψεις τον Douro δίχως άλλες σκέψεις: δουλειά την Δευτέρα, επισκέψεις στην Ευελπίδων, ευθύνες ενός μη εξαρτώμενου από την οικογένειά του ενήλικα, οικονομικές υποχρεώσεις, παιδιά που άλλαξαν μετά το πανεπιστήμιο και χαθήκατε, πότε θα πάρω άδεια, μεταπτυχιακά, στρατιωτική θητεία. Δεν πιστεύω ότι αυτές οι σκέψεις είναι αρνητικές – ίσα, ίσα πρέπει να διαχειριζόμαστε την πραγματικότητα του «μεγαλώνουμε», άνευ στρουθοκαμηλισμών. Όμως δεν είναι αθώες, αγνές, ανάλαφρες, πείτε το όπως θέλετε. Τουλάχιστον αυτή είναι η δική μου γνώμη.
Το saudade είναι μελαγχολικό, μα και όμορφο. Νομίζω ότι είναι μια ακόμα απόδειξη ότι η ζωή δεν είναι «άσπρο – μαύρο», αλλά κάτι πιο σύνθετο, που ίσως ποτέ δεν θα κατανοήσουμε πλήρως. Ταυτόχρονα, καταδεικνύει πως μπορούν να σμίξουν υπό την σκέπη του ανόμοιες καταστάσεις: το περπάτημα στα σοκάκια του Porto ψάχνοντας ένα μέρος με καλή francesinha και κρασί και η χαμένη αθωοότητα των early 20s. Μπορεί να μην έχω πάντοτε την δυνατότητα να αναζητώ το επόμενο τρένο για το Porto στον σταθμό της Λισαβόνας, αλλά πάντα θα επιζητώ το saudade.