Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο; Μάλλον, ναι. Τουλάχιστον, έτσι αισθάνθηκα εκείνο το απόγευμα, στις αρχές Ιανουαρίου, καθώς ο κρύος αέρας του Ατλαντικού μαστίγωνε ανελέητα το πρόσωπό μου, δίπλα στην όχθη του Τάγου. Κάθε βεντέτα, όπως τα παραμύθια, έχει αρχή και τέλος (μόνο που στη περίπτωση της βεντέτας, δεν είναι πάντα “happy ending”). Σε αυτό, λοιπόν, το blogpost θα σας διηγηθώ την ιστορία της δικής μου βεντέτας, όχι με τα μέλη κάποιας σκληροτράχηλης φαμίλιας από τα Λευκά Όρη, αλλά με τη φωτογραφική πλευρά του εαυτού μου.
Οκτώβριος 2019: η αποτυχημένη απόπειρα
Τρία χρόνια και λίγους μήνες πριν, τον Οκτώβριο του 2019, δημοσίευσα εδώ ένα συμπίλημα σκέψεων απογοήτευσης, μια κραυγή “oh god, why?” ενός ερασιτέχνη φωτογράφου. Ο τίτλος ήταν, νομίζω, ενδεικτικός: «Ήμουν ταγμένος να φωτογραφίσω έναν πύργο (και απογοητεύτηκα)». Ο «πύργος» ήταν εκείνος του Belém (για την ακρίβεια, το επίσημο όνομά του είναι «πύργος του Αγίου Βικεντίου»), στα δυτικά της Λισαβόνας. Είναι ένα υπέροχο αρχιτεκτόνημα της περιόδου της πορτογαλικής «αναγέννησης», όταν καραβέλες με επίδοξους εξερευνητές σάλπαραν από τα λιμάνια της Πορτογαλίας για την Ινδία, την Ιαπωνία και το Μακάο. Συνάμα, το φρούριο συμβολίζει την είσοδο της Λισαβόνας, όταν κάποιος καταπλέει στις εκβολές του Τάγου από τον απέραντο Ατλαντικό Ωκεανό.
Το 2019 είχα προσπαθήσει να φωτογραφίσω τον πύργο του Belém, όπως ακριβώς τον είχα φανταστεί. Πολλές φορές, πρώτα σχηματίζω στο νου μου το φωτογραφικό κάδρο και μετά προσπαθώ να το κλικάρω. Βέβαια, τούτη η νοητική άσκηση ενέχει το κίνδυνο σοβαρών απογοητεύσεων, αν τα πράγματα δεν πάνε κατ’ ευχή. Όπερ και συνέβη στη πρώτη επίσκεψη στο Belém, το 2019. Δηλαδή, αν εκείνες οι θλιβερές φωτογραφίες ήταν μπαχαρικό, τότε θα προσδιδίαζαν σε αλεύρι, αναγκαίο, μεν, πλην όμως άοσμο και άχρωμο. Οι αιτίες της αποτυχίας ήταν ποικίλες, από την δική μου αδυναμία να βρω μια ικανοποιητική γωνία λήψης, ως την απουσία καλού φωτός και τον ερχομό παλίρροιας, γεγονός που απέκλειε τη προσέγγιση του πύργου από την παραλία.
Πρέπει, όμως, πάντα να βλέπουμε τη μεγαλύτερη εικόνα. Τρεις κακές φωτογραφίες δεν ήταν αρκετές για να αμαυρώσουν συλλήβδην ένα ταξίδι με πολλές όμορφες εικόνες και αναμνήσεις. Επιπλέον, πρέπει να είμαστε ευγνώμονες για όσα έχουμε σε αυτή τη ζωή, εν προκειμένω, τη δυνατότητα να επισκεφτώ τη Πορτογαλία και συναφώς, οφείλουμε να μην γκρινιάζουμε(ω) για κάτι που είναι, πράγματι, “first world problem”. Βέβαια, είναι επίσης αλήθεια ότι κάτι έτρωγε τη φωτογραφική πλευρά του εαυτού μου. Ορκίστηκα, λοιπόν, «να πάρω εκδίκηση», με τη μορφή της επιστροφής, κάποια στιγμή, στο Belém, της διόρθωσης των όσων πήγαν στραβά σε αυτή την αλυσιτελή απόπειρα φωτογράφησης και της αποτύπωσης, εν τέλει, του πύργου στο πλήρες μεγαλείο του.
Δεκέμβριος 2022: Το άγχος για τις βροχές του Ατλαντικού
Save the date. Η ώρα της εκδίκησης πλησίαζε, καθώς στις αρχές του 2023 θα επέστρεφα στην αγαπημένη μου Λισαβόνα. Λίγες, όμως, μέρες πριν το ταξίδι, διαπίστωσα ότι έπρεπε να αναμετρηθώ με έναν αστάθμητο παράγοντα: τη βροχή. Λόγω της εγγύτητας με τον Ατλαντικό ωκεανό και τους αέρηδές του, το χώμα της μικρής αυτής χώρας ποτίζεται αρκετές μέρες το χρόνο από τις σταγόνες της βροχής. Η μετεωρολογική πρόγνωση δεν κατέλειπε πολλές αμφιβολίες. Θα είχα στη διάθεσή μου το χρονικό περιθώριο ενός απογεύματος, προκειμένου να φωτογραφήσω τον πύργο του Belém. Αν ο Καζαντζάκης είχε δίκιο όταν έγραφε «μια αστραπή η ζωή μας … μα προλαβαίνουμε», θα προλάβαινα και εγώ να πατήσω το shutter button της κάμεράς μου στις όχθες του Τάγου.
Ιανουάριος 2023: Η εκδίκηση
Δεν βλέπεις απλώς μια πόλη. Πολύ περισσότερο, την ακούς. Το κρώξιμο των γλάρων, ενώ πετούν πάνω από τις στέγες των πολύχρωμων σπιτιών της Alfama, κάποιος μουσικός που παίζει σε ένα σοκάκι ένα λυπημένο fados με την κιθάρα του, το επιφώνημα κατάπληξης ενός Αμερικανού τουρίστα που ανακάλυψε ένα καινούριο azulejo (είναι αυτά τα – συνήθως μπλε – κεραμεικά πλακάκια με διάφορες παραστάσεις που απαντώνται συχνά επί των τοίχων ενός πορτογαλικού νοικοκυριού), δυο Πορτογάλοι παππούδες που φωνάζουν λόγω βαρηκοΐας, το σύρσιμο των κίτρινων τραμ πάνω στις μεταλλικές ράγες τους, καθώς κατεβαίνουν τους λόφους της Λισαβόνας, η βαριά σου αναπνοή καθώς ανεβαίνεις, αγκομαχώντας, τους ίδιους λόφους είναι μερικοί από αυτούς τους ήχους. Και καθώς διαπερνούσαν τα αυτιά μου εκείνο το μεσημέρι του Γενάρη, ήξερα ότι έχω επιστρέψει στη πρωτεύουσα της Πορτογαλίας.
Ενώ ο ήλιος όδευε προς τη δύση του κι’ ο ουρανός συννέφιαζε, άρχιζα να περπατώ προς τον πύργο Belém, οπλισμένος με την κάμερα και το τρίποδό της. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να επισκεφτεί κάποιος το φρούριο. Ο πιο κουραστικός είναι, αναμφίβολα, το περπάτημα (διάρκειας, περίπου, 1 ώρας και 30 λεπτών από το κέντρο της Λισαβόνας). Αλλά συνάμα, είναι και ο πιο ενδιαφέρων. Περπατάς κατά μήκος του ποταμού Τάγου, χαζεύοντας τον κόσμο, τα πλοιάρια, την επιβλητική γέφυρα της 25ης Απριλίου 1974 (ονομάστηκε έτσι από την ημέρα που έλαβε χώρα το αντικίνημα των αξιωματικών του πορτογαλικού στρατού, ανατρέποντας τα υπολείμματα της δικτατορίας Salazar και αποκαθιστώντας τη δημοκρατία) και φυσικά, το Cais do Sodré, το παλαίο λιμάνι της Λισαβόνας. Πλέον, τα φαντάσματα των άδειων αποθηκών του λιμανιού και των οίκων ανοχής συνυπάρχουν με υπόγεια bars και φανταχτερά clubs (εκεί χτυπά η πραγματική καρδιά της νυχτερινής ζωής της πόλης).
Το ρολόι μου έγραφε 17:30, τα πόδια μου ήταν οριακά νεκρά και το πρόσωπό μου παγωμένο από τον κρύο αέρα του Τάγου, αλλά είχα φτάσει στον προορισμό μου. Μπροστά μου ορθονώταν το ανάστημα του σιωπηρού, πέτρινου φρουρού της Λισαβόνας. Το πρώτο μου μέλημα ήταν να ξεκουραστώ. Κάθισα σε ένα πεζούλι και χάζεψα τις τελευταίες αχτίδες του ηλίου να σβήνουν στον ορίζοντα. Ύστερα, έπιασα δουλειά. Είχα τις καιρικές συνθήκες που ήθελα, είχα και το φωτογραφικό μου θέμα. Τώρα, χρειαζόμουν μια γωνία λήψης.
Easier said than done. Πειραματίστηκα. Πολύ. Δεν θα σας δείξω αυτές τις φωτογραφίες, αλλά κρατήστε το ρεζουμέ, αλλιώς, τον κανόνα: αν δεν έχεις υπομονή και επιμονή, δεν θα βγάλεις μια ικανοποιητική φωτογραφία. Πράγματι, μετά από ένα τέταρτο άκαρπων αναζητήσεων, ήρθε η επιφοίτηση. Μπροστά από τον πύργο, βρίσκεται μια μικρή ξύλινη γέφυρα που τον ενώνει με την στεριά, απαραίτητη όταν έχει παλίρροια. Πρακτικά, η γέφυρα αυτή είναι μια ευθεία. Και εδώ έρχεται ο δεύτερος κανόνας: οι ευθείες γραμμές, leading lines αγγλιστί, υπόσχονται, συνήθως, ένα ικανοποιητικό φωτογραφικό αποτέλέσμα.
Σας παρουσιάζω, λοιπόν, το τέλος της φωτογραφικής βεντέτας και συγκεκριμένα, δύο φωτογραφίες, με τις οποίες, προσωπικά, είμαι ευχαριστημένος. Μετά από αυτές τις λήψεις, χάζεψα για μια ακόμα φορά τον πύργο, πακέταρα τον φωτογραφικό εξοπλισμό μου και πήρα τον δρόμο της επιστροφής προς τη Λισαβόνα. Ένα χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στα χείλη μου. Όχι μόνο γιατί ήμουν χαρούμενος με την έκβαση της φωτογραφικής εξόρμησής μου, αλλά γιατί πρόσμενα ένα δείπνο με γαρίδες, πολύ βακαλάο, pasteis de nata και λίγο λευκό κρασί.


Και λίγο behind the scenes footage, ή, άλλως, η στιγμή της λήψης
Αντί επιλόγου – Saudade
Πάλι κατά παραπομπή, πριν κάποιους μήνες μοιράστηκα εδώ λίγες σκέψεις για το saudade, αυτή τη μοναδική πορτογαλική λέξη και ταυτόχρονα, ιδιαίτερο μελαγχολικό συναίσθημα. Τι πάει να πει, τελικά, saudade; Μάλλον, κάτι διαφορετικό για τον καθένα από εμάς. Είναι ένα συναίσθημα δυναμικό και όχι στατικό. Εκείνο το απόγευμα του Γενάρη, στις όχθες του Τάγου, καθώς φωτογράφιζα το Belém και άκουγα μια αλλόκοτη εναλλαγή από fados και ελληνικό λαϊκό τραγούδι, νομίζω ότι κατάλαβα τι σημαίνει saudade: νοσταλγία για το – έστω και αποτυχημένο φωτογραφικά – απόγευμα του Οκτωβρίου 2019, την πρώτη επίσκεψη στη Πορτογαλία με τον πατέρα μου, μια εποχή φοιτητικής ανεμελιάς και αθωότητας των early 20s που έχει πια παρέλθει ανεπιστρεπτί.